Η παραδοσιακή φορεσιά αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη έκφανση της λαϊκής τέχνης των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και έναν από τους κυριότερους τρόπους έκφρασης των ιδιαιτεροτήτων τους. Μέσα από τη μελέτη της μπορούμε να ανιχνεύσουμε νοοτροπίες, κοινωνικές πρακτικές, πολιτιστικές αντιλήψεις, αλλά και ιστορικές μεταβολές, εφόσον το ένδυμα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης και της καθημερινότητας του ανθρώπου.
Στη χερσόνησο της Ερυθραίας, η οποία κατοικούνταν σε μεγάλο ποσοστό από ελληνικούς πληθυσμούς, οι τοπικές ενδυματολογικές συνήθειες επηρεάστηκαν και διαμορφώθηκαν από τις επικρατούσες ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις συγκεκριμένες φορεσιές μπορούν και συνδυάζονται από τη μία η αυστηρότητα και ο συντηρητισμός που επέβαλλαν οι μικρές κοινωνίες και τα ήθη της εποχής, αλλά και μια κοσμοπολίτικη και ανάλαφρη διάθεση, από την άλλη, που προέκυπτε προφανώς από τη γειτνίαση με το μεγάλο αστικό κέντρο της Σμύρνης και τα νησιά του Αιγαίου και από τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων.
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιοχές, έτσι και στην Ερυθραία παρατηρούμε ότι η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει έναν σχεδόν ενιαίο τύπο με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Αντιθέτως, στην περίπτωση των γυναικών οι διαφορές είναι μεγαλύτερες, προφανώς λόγω του περιορισμού της γυναίκας κυρίως στα στενά όρια της πόλης ή του χωριού όπου ζούσε, κάτι που δεν συνέβαινε με την πλειοψηφία των ανδρών, οι οποίοι μετακινούνταν συχνά λόγω των ασχολιών τους.
Α. Η ανδρική ενδυμασία
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι κάτοικοι των παραλίων της Ερυθραίας προέρχονταν από νησιά τους Ανατολικού Αιγαίου –κυρίως τη Χίο- νησιά των Κυκλάδων, αλλά και από την Εύβοια –κυρίως την περιοχή της Καρυστίας- είχε ως αποτέλεσμα οι ενδυματολογικές τους συνήθειες να έχουν επηρεαστεί από την καταγωγή τους. Σε γενικές γραμμές η φορεσιά των Ερυθραιωτών χαρακτηρίζεται από απλότητα, λιτότητα και αυστηρούς χρωματισμούς, ενώ μπορεί να διακριθεί στην καθημερινή και τη γιορτινή ή σκολιανά.
Το σύνολο της συγκεκριμένης ενδυμασίας ονομαζόταν σαλβάρι ή σαρβάρι και όσοι την έφεραν αποκαλούνταν σαλβαράδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι λόγω του μεγάλου κόστους, οι περισσότεροι άνδρες μπορούσαν να ράψουν μία ή δύο τέτοιες φορεσιές στη ζωή τους. Μάλιστα, στο Μελί της Ερυθραίας, τα αγόρια έραβαν το πρώτο σαλβάρι τους σε ηλικία 18 – 20 ετών.
Βασικό κομμάτι της φορεσιάς ήταν η πολύπτυχη βράκα ή βρακί, που μπορούσε να είναι είτε λίγο πιο πάνω από το γόνατο, για τους νεότερους είτε κάτω από αυτό για τους μεγαλύτερους. Το μήκος των βρακών καθόριζαν και οι ασχολίες των κατόχων τους, καθώς οι αγρότες προτιμούσαν τις πιο κοντές, ενώ οι προύχοντες και οι έμποροι φορούσαν μακρύτερες. Για τις καθημερινές εργασίες κατασκευάζονταν βράκες από φτηνό ύφασμα –στο Μελί λεγόταν καραμάντουλας- ή ύφασμα που έφτιαχναν οι γυναίκες στην κρεβατή (είδος αργαλειού), ενώ για τις καλές περιστάσεις κατασκευάζονταν βράκες από τσόχα, μπουρσοβάνικη ή μπουρσεβάνικη, επειδή το ύφασμα ερχόταν από την Προύσα. Τόσο στη μία περίπτωση, όσο και στην άλλη, προτιμούνταν τα σκούρα χρώματα, όπως το μαύρο ή το γερανιό (σκούρο μπλε). Τέλος, οι βοσκοί φορούσαν τα βοσκοβράκια ή τσομπανοβράκια ή ρασοβράκια ή ποτούργκια, από μάλλινο ύφασμα. Τις ιδιαίτερες διακρίσεις, ηλικιακές και κοινωνικές, με βάση το μήκος της βράκας –δηλαδή του σαρβαριού- δείχνουν και οι παρακάτω τοπικοί στίχοι:
Τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου, για κοντό ‘ναι για μακρύ ‘ναι για καράρι μου
Τι σε μέλλει εσένα από πού ‘μια ‘γώ, για Παναγιουσάκι για ‘λατσατιανό…
Εικόνα Η βράκα ή σαλβάρι
Άλλο βασικό κομμάτι της ερυθραιώτικης φορεσιάς είναι το πουκάμισο ή ποκάμισο. Το ποκάμισο ήταν συνήθως άσπρο λινό, ενώ τα σκολιανά μπορεί να ήταν και κεντητά. Τα γαμπρίκια πουκάμισα ήταν συνήθως μεταξωτά, μαγναδένια ή κουκουλάρια, με όρθιο γιακά και φουσκωτά μανίκια. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη των Βουρλών, όπου οι άντρες συνήθιζαν να φορούν πουκάμισο λινό, σκούρο ή ριγωτό, χωρίς γυριστό γιακά και κάποιες φορές με λίγο φουσκωτά μανίκια.
Εικόνα Το πουκάμισο
Στη μέση τοποθετούνταν το ζουνάρι ή τζωνάρι. Τις καθημερινές τα ζωνάρια ήταν μάλλινα ή βαμβακερά, πλεχτά ή υφαντά, συνήθως μονόχρωμα. Τα μάλλινα πλεχτά ζωνάρια ονομάζονταν στον Τσεσμέ (Κρήνη) νταλαμπουριά. Παρόμοια ονομασία χρησιμοποιούσαν στα Βουρλά για τα ταλαμπουρούσια, δηλαδή τα παλαιού τύπου ζωνάρια που αποτελούνταν από χρωματιστές ρίγες και ύφασμα τόσο λεπτό που έλεγαν ότι μπορούσε να περάσει μέσα από ένα δαχτυλίδι. Στις σκόλες φορούσαν ζωνάρια από μεταξωτό ύφασμα και σπάνια άφηναν τα κρόσσια να κρέμονται. Μάλιστα, γνωρίζουμε ότι στα Βουρλά τα καλά ζωνάρια ήταν συνήθως μαύρα και είχαν πλάτος 30-40 πόντους και μήκος που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούσε τα 3 μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι, τέλος, το γεγονός ότι ο τρόπος που έδενε ένας άντρας το ζωνάρι του, έδειχνε, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, το ζαριφλίκι του, δηλαδή τη λεβεντιά του.
Εικόνα Ζωνάρια δύο τύπων, μονόχρωμο πλεκτό και ριγωτό υφαντό
Πάνω από το πουκάμισο έμπαινε το γιλέκο ή γελέκι, κατασκευασμένο συνήθως από τσόχα ίδια με εκείνη της βράκας. Στο Μελί στις καλές περιστάσεις φορούσαν το γιανελί που ήταν σκλαβούνικο, δηλαδή βελουδένιο, ενώ ένα μελιώτικο δίστιχο έλεγε:
Σκλαβούνικό μου γιανελί, εγήραν τα κουμπιά σου, κι άλλος κανείς δεν τα ‘καμε, τα νάζια τα δικά σου…
Σε όλες τις περιπτώσεις φαίνεται ότι το γιλέκο κούμπωνε σταυρωτά με μικρά πλεκτά κουμπιά και ήταν διακοσμημένο με χάρτζα ή χάρτζια, χοντρά στολίδια σε σκούρο χρώμα, πιο περιορισμένα στα καθημερινά και πιο πολλά στα καλά ρούχα. Στο πλαϊνό μέρος του γιλέκου φτιάχνονταν οι πουζούδες ή μπουζούδες, μικρές λοξές τσέπες, στις οποίες τοποθετούσαν το μικρό χρυσό ρολόι τους ή το τσακουμάκι τους, δηλαδή τον αναπτήρα τους. Πολλές φορές στο σημείο αυτό συνήθιζαν να κεντούν τα αρχικά γράμματα του ονόματός τους ή τη χρονολογία που ράφτηκε το ρούχο. Τη δύσκολη και επίπονη δουλειά που απαιτούσε η κατασκευή του αντρικού γιλέκου φανερώνει το βουρλιώτικο δίστιχο
Τον άμμο τον αμέτρητο με βάλαν να μετρήσω, του γελεκιού σου τα κουμπιά χρουσά να τα κεντήσω
ενώ με το δίστιχο
Μπέη μου και λεβέντη μου, ασίκη και πασά μου, στο γελεκιού σου την πουζού γραμμένο είν’ τ’ όνομά μου
φαίνεται το δέσιμο, τόσο του κατόχου του, όσο και του πιο προσφιλούς του προσώπου με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Εικόνα Καθημερινό γιλέκο
Στα πόδια φορούσαν κάλτσες ή κάρτσες, μάλλινες το χειμώνα, τα τουλζούκια ή τουζλούκια, και μεταξωτές στις καλές περιστάσεις. Τις κάλτσες συγκρατούσαν οι καλτσοδέτες ή καρτσοδέτες που άφηναν να κρέμεται μια μεταξωτή ή βαμβακερή φούντα. Την κάλυψη των ποδιών συμπλήρωναν ορισμένες φορές οι περικνημίδες, οι οποίες στο Μελί λέγονταν πιο συγκεκριμένα τσαντίρνια. Τα καλύμματα αυτά κατασκευάζονταν κυρίως από τσόχα σκούρου χρώματος και σπανίως άσπρου και πολλές φορές είχαν επάνω κεντημένα χάρτζα. Τέλος, τα συνηθέστερα υποδήματα ήταν τα δερμάτινα γεμενιά, ενώ στα Βουρλά φορούσαν και τις γόβες ή μπαρμπάσικα, δερμάτινα μαύρα παπούτσια με λίγο σηκωτή μύτη και έναν μαύρο φιόγκο.
Εικόνα Σκουρόχρωμα τσαντίρνια με χάρτζα
Το συνηθέστερο κεφαλοκάλυμμα φαίνεται ότι ήταν το κόκκινο φέσι με μια μαύρη ή σκούρα μπλε φούντα. Στα Βουρλά είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι πρόκριτοι, οι νοικοκυραίοι και οι έμποροι, δηλαδή τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, φορούσαν φέσι όρθιο με κοντή φούντα. Το φέσι αντικαταστάθηκε ή φορέθηκε παράλληλα με τον κούκο ή σκούφο ή αϊβαλιώτικο ή μυτιληνιό μαύρου χρώματος, από γούνα αστρακάν ή βελούδο. Γύρω από το φέσι ή τον κούκο τύλιγαν συχνά ένα λεπτό χρωματιστό μαντίλι, σαν ένα είδος σαρικιού. Τέλος, οι αγρότες (νεσπέρηδες) και οι βοσκοί κατά τη διάρκεια των εργασιών τους στην ύπαιθρο φορούσαν στο κεφάλι μια άσπρη μαντίλα ή ένα χρωματιστό μαντίλι, το καμπανί ή νεσπέρικο, το οποίο έδεναν και πάλι σε μορφή σαρικιού. Ένα αλατσατιανό δίστιχο λέει
Στην καμπανή [τσ’] τσαντρίτσας σου γράψε με από δίπλα,
για να με βλέπει η μάνα σου να κλαίει μέρα νύχτα.
Εικόνα Φέσι και κούκος
Εικόνα Το καμπανί
Τους κρύους μήνες του χειμώνα, πάνω από τη φορεσιά τους έβαζαν κάποιο πανωφόρι, συνήθως μια χοντρή πατατούκα από σκούρο βαρύ ύφασμα. Στο Μελί, ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια φορούσαν γούνα οι πλούσιοι, κιουπενέκι ή κιουπενέκα οι βοσκοί, ρετσινάδα οι ναυτικοί, πατατούκες και αμπάδες οι φτωχότεροι και οι πιο ηλικιωμένοι. Στα Βουρλά συνήθιζαν και το εσλίκι, ένα είδος σακακιού, όμοιο με το γιλέκο, αλλά με μακριά μανίκια που κατέληγαν σε μύτη. Στον Τσεσμέ οι ναυτικοί φορούσαν κίτρινα χοντρά πανωφόρια, τα οποία βουτούσαν σε μπιζερόλαδο για να γίνουν αδιάβροχα.
Την εμφάνιση του Ερυθραιώτη συμπλήρωναν, τέλος, διάφορα εξαρτήματα, όπως το κομπολόι, το μαντίλι, η παραδοσακούλα, η καπνοσακούλα και η κάμα ή τσακαδάκι που τοποθετούνταν στη ζώνη. Τα κοσμήματα ήταν λιγοστά, μόνο ένα χρυσό ρολόι στην τσέπη του γιλέκου και το δακτυλίδι που τους έκανε δώρο στον αρραβώνα η μέλλουσα σύζυγός τους. Στα Βουρλά τα παλικάρια φορούσαν κάποιες φορές στο λαιμό τους ένα χρωματιστό μεταξωτό μαντίλι, το ποσάκι, ενώ στο Μελί ορισμένοι έφεραν και το σιναχλίκι, θήκη της μέσης για τις πιστόλες και τα μαχαίρια. Την αρμονία του συνόλου της ερυθραιώτικης αντρικής ενδυμασίας που συνδυαζόταν με την περιποιημένη εμφάνιση των ανδρών αποτυπώνουν οι παρακάτω στίχοι από τα Βουρλά:
Μ’ έκαψε το σαλβάρι σου, το φέσι, το ζωνάρι σου…
Γεια σου Βουρλιώτη μου, ζεφκλή, με το βασιλικό στ’ αυτί…
(Ζεφκλής = μερακλής).
Από τα μέσα του 19ου αι αρκετά μέλη στις τοπικές κοινωνίες της Ερυθραίας άρχισαν να υιοθετούν τα ευρωπαϊκά ενδυματολογικά πρότυπα, φορώντας δυτικού τύπου κουστούμια σε σκούρο χρώμα. Πρόκειται κυρίως για τους γιατρούς, τους μεγαλοεμπόρους και όσους νέους έφευγαν για να σπουδάσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Σμύρνης και της Πόλης, αλλά και στην Ευρώπη. Αυτούς τους ονόμαζαν οι υπόλοιποι παντελονάδες. Αρκετοί πάντως διατήρησαν την τοπική ενδυμασία, την οποία συνέχισαν να φορούν και κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα μετά το 1922.
Β. Η γυναικεία ενδυμασία
Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, οι γυναικείες φορεσιές της Ερυθραίας, παρόλο που αποτελούν σε αδρές γραμμές έναν κοινό ενδυματολογικό τύπο, διαφέρουν σημαντικά σε ορισμένα στοιχεία, πράγμα που καθιστά αναγκαία την ξεχωριστή μελέτη τους. Πιο συγκεκριμένα θα εξεταστούν οι φορεσιές από τα Αλάτσατα, τα Βουρλά, το Μελί και τον Τσεσμέ.
Η αλατσατιανή φορεσιά
Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στα Αλάτσατα είχαν υιοθετήσει από τα μέσα του 19ου αι τον δυτικό τρόπο ένδυσης, με μακριά φορέματα, οι περισσότερες Αλατσατιανές διατήρησαν για μεγάλο διάστημα την τοπική τους φορεσιά. Τα δύο βασικά της κομμάτια ήταν το πορκάκι ή πολκάκι, είδος μπλούζας με μακριά μανίκια, και το μισοφούστανο, ένα είδος μακριάς και φαρδιάς φούστας, καρρώ ή μονόχρωμης. Στην καθημερινή τους εκδοχή τα ρούχα αυτά κατασκευάζονταν από απλά υφάσματα, ενώ για τις καλές περιστάσεις οι φούστες διέθεταν φραμπαλάδες στο κάτω μέρος και τα πολκάκια ήταν φτιαγμένα από καλό ύφασμα.
Εικόνα Βελούδινο πορκάκι
Εικόνα Μισοφούστανα
Στις καθημερινές οικιακές εργασίες οι νοικοκυρές φορούσαν στα μαλλιά ένα φακιόλι για να τα προστατεύουν και μια μπροστοποδιά με δύο πουζούδες (τσέπες) για να προστατεύουν τα ρούχα τους. Επίσης, όταν έκαναν αγροτικές εργασίες φορούσαν το σκιάθι, ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο και τις χέρες, γάντια με ακάλυπτη την άκρη των δακτύλων, προκειμένου να μην επηρεάζεται η αφή. Τις προφυλάξεις αυτές τις επέβαλαν κατά κάποιον τρόπο, εκτός των άλλων, η μόδα και οι αντιλήψεις της εποχής για την ομορφιά, που ήθελαν τη γυναίκα άσπρη και με περιποιημένα χέρια. Όταν έκανε κρύο έριχναν στην πλάτη τους μία μακριά εσάρπα, τον μποξά, που όταν ήταν πιο μικρή σε μέγεθος ονομαζόταν ποσάκι.
Τα μαλλιά τους οι παντρεμένες γυναίκες τα σήκωναν σε κότσο, ενώ τα κορίτσια τα έπλεκαν σε δύο πλεξούδες που έπεφταν στους ώμους τους. Επίσης, γνωρίζουμε ότι το 1921 αρκετές νεαρές Αλατσατιανές έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους. Τέλος, χαρακτηριστικά ήταν τα κεφαλομάντιλα, άσπρα, με σχέδια σταμπωτά ή χρωματιστά, που στις άκρες ήταν στολισμένα με δαντέλες ή πλεγμένα κρόσια, τα κοχάκια. Τα μαντίλια τα έδεναν είτε στο αυχένα, περνώντας τα από το λαιμό και τα ονόμαζαν μαγουλίκες είτε στο πάνω μέρος του κεφαλιού, οπότε τα ονόμαζαν φακιόλια. Μετά τα μέσα του 19ου άρχισε να εμφανίζεται η αραχνοϋφαντη γάζα για την κάλυψη του κεφαλιού και το γυναικείο καπέλο. Τη λιτή σε γενικές γραμμές αλατσατιανή φορεσιά, στόλιζαν κοσμήματα, όπως χοντρά κορδόνια με διάφορα νομίσματα, δαχτυλίδια, βραχιόλια με αλυσίδες, οι μάπες, σκαλιστά σμυρναίικου τύπου βραχιόλια και βαριά σκουλαρίκια, τα καλαθάκια.
Εικόνα Κεφαλομάντιλα με κοχάκια
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ένα αλατσατιανό δίστιχο που γράφτηκε μετά τον ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού. Λέγεται ότι καθώς έφευγαν από την πόλη τους, όσοι Αλατσατιανοί γλύτωσαν, είδαν συγκλονισμένοι τα σπίτια τους λεηλατημένα και τα υπάρχοντά τους, ακόμα και τα ρούχα τους, πεταμένα στους δρόμους. Στα στιχάκια που γράφτηκαν πάνω σε ήδη υπάρχουσες παραδοσιακές μελωδίες υπάρχει και η εξής αναφορά στη γυναικεία φορεσιά:
Κόκκινα μισοφούστανα και κοραλιά πολκάκια, έρημα υπομείνατε μες στα στενά σοκάκια…
Η βουρλιώτικη φορεσιά
Αρκετές είναι οι πληροφορίες που σώζονται για τη γυναικεία βουρλιώτικη φορεσιά, η οποία, παρά τη φαινομενική της λιτότητα και αυστηρότητα στις γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία εξαρτημάτων.
Εσωτερικά φορούσαν ένα χασαδένιο πουκάμισο χωρίς μανίκια, ένα μπούστο ως τη μέση, άσπρο, χωρίς μανίκια, στολισμένο με δαντέλες (πιτσίλια) και μία άσπρη εσωτερική φούστα σαν μισοφόρι, με δαντέλες στο τελείωμα, το μισοφούστανο (μεσοφούστανο). Πάνω από το χασαδένιο πουκάμισο φορούσαν ένα άλλο, κουκουληθρένιο, λίγο πιο τραχύ στην αφή, σε κρεμ αποχρώσεις, το οποίο στην άκρη του λαιμού ήταν στολισμένο με κοχάκια και κεντημένο με μεταξωτή κλωστή.
Εικόνα Μισοφόρι με δαντέλα
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το πολκάκι ή κοντό, ένα σακάκι εφαρμοστό που έφτανε ως τη μέση για τις νέες και ως τους γοφούς για τις μεγαλύτερες γυναίκες. Το πολκάκι ήταν κατασκευασμένο από βελιό (βελούδο) μαύρο, βυσσινί ή μπλε και κεντημένο μπροστά στο άνοιγμα, από πάνω ως κάτω, καθώς και στα μανίκια. Τα κεντήματα, που ονομάζονταν τοκμέδες, ήταν μεταξωτά χρυσαφί ή ασημί, σε διάφορα σχέδια, κυρίως φυτικά, και φαρδιά, ανάλογα με τον πλούτο της ιδιοκτήτριας. Το πολκάκι δεν κούμπωνε τελείως μπροστά, προκειμένου να φαίνεται το κουκουληθρένιο με τα κοχάκια.
Σαν συνέχεια από το πολκάκι φαινόταν η φούστα, μακριά και φαρδιά, σουρωτή στη μέση από ύφασμα μάλλινο (στόφα) ή μεταξωτό (μιλιρές), συνήθως σε σκούρους χρωματισμούς. Στο κάτω μέρος κατέληγε σε φραμπαλάδες, ενώ ορισμένες φούστες είχαν και σταμπάτα σχέδια. Επίσης, οι πιο κοκέτες έβαζαν στη φούστα τσέρκια και έδιναν ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο του κρινολίνου. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από τη φούστα, φαίνεται ότι στα Βουρλά οι γυναίκες συνήθιζαν να φορούν βράκα, κάτι που διατήρησαν αρκετές από τις ηλικιωμένες, τις οποίες αποκαλούσαν βρακούδες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βρακούδες κρεμούσαν στη ζώνη τους ένα μικρό μαντιλάκι, τον φωτά. Η λέξη φωτάς προέρχεται από το Άγιο Φως και συνεκδοχικά από τον Άγιο Τάφο. Η κατοχή, λοιπόν, αυτού του μαντιλιού, αποδείκνυε ότι η κάτοχός του ανήκε σε οικογένεια Χατζήδων, αφού αυτοί ήταν που τα έφερναν, κατά την επιστροφή τους από τους Αγίους Τόπους.
Στα πόδια τους οι Βουρλιώτισσες φορούσαν σκάρτσες μεταξωτές ή μάλλινες πλεχτές, ως το γόνατο, οι οποίες στερεώνονταν στο μπατζάκι του εσώρουχου. Επίσης, φορούσαν χαμηλά παπούτσια, τις παντούφλες που ήταν πέτσινα και στολισμένα με φούντες μεταξωτές. Αργότερα, άρχισαν να φορούν γόβες δετές και χαμηλές, σκαρπίνια ή στιβάνια και μποτίνια.
Για να προστατευτούν από το κρύο του χειμώνα, οι πλουσιότερες χρησιμοποιούσαν το κοντογούνι, φοδραρισμένο με μηλόγουνα. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσαν το λαχούρι για τις μεγαλύτερες και η σάλπα ή εσάρπα για τις πιο νέες, καθώς και ένα είδος κάππας, το μπελερίνι. Λίγο ελαφρύτερος ήταν ο μποξάς ή σάλι, σε ανοικτά χρώματα για τις νέες και σε πιο σκούρα τις ηλικιωμένες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφαλοκάλυμμα της συγκεκριμένης φορεσιάς. Βασικό κομμάτι ήταν το κόκκινο, χαμηλό φέσι, γύρω από το οποίο τυλιγόταν μια φάσα από βελούδο κατηφέ, μαύρο, με μαργαριτάρια (τερίρια) ή μια απομίμησή τους, τα φουσκάκια. Κοντά στο αυτί οι μεγαλύτερες έδεναν την κορδέλα σε φιόγκο. Οι νεότερες φαίνεται ότι προτιμούσαν γύρω από το φέσι να τυλίγουν τις κοτσίδες τους, τις οποίες ονόμαζαν μπουρμάδες. Πολλές φορές πάνω από το φέσι έβαζαν μια άσπρη πλατιά δαντέλα, το πιτσίλι, την οποία ονόμαζαν βέλο. Αν και με την πάροδο των χρόνων το φέσι ατόνησε, όσες συνέχιζαν να το φορούν αποκαλούνταν φεσούδες, που αναδείχθηκε σε χαρακτηρισμό των καλαίσθητων γυναικών και συνώνυμο της κοκεταρίας. Άλλα καλύμματα του σώματος και του κεφαλιού ήταν το ποσάκι, μεταξωτό, μικρό μαντιλάκι, τυλιγμένο στο λαιμό ή το κεφάλι, τα αφιομάντιλα για το σβέρκο ή το λαιμό, ο οσαλμάς, με τον οποίο τύλιγαν τα μαλλιά μετά το λούσιμο στο λουτρό, πριν το γάμο, το κανάρι, ένα λεπτό χρωματιστό μαντίλι που φορούσαν οι νέες στο κεφάλι το καλοκαίρι και ο καπέλλος, από χοντρή ψάθα.
Από μια τόσο προσεγμένη εμφάνιση δεν μπορούσαν να λείπουν τα χρουσαφικά ή τζιβαϊρικά ή μαλαματικά. Από το λαιμό κρέμονταν αλυσίδες με φλουριά κωνσταντινάτα και άλλα νομίσματα, μεντάλια (περιδέραια) και χρυσά ρολογάκια. Στα αυτιά τους, τα οποία τρυπούσαν από πολύ μικρή ηλικία, έβαζαν σκουλαρίκια χρυσά με διαμαντάκια και άλλες πολύτιμες πέτρες. Τέλος, στα χέρια φορούσαν δαχτυλίδια με πέτρες και διαφόρων ειδών βραχιόλια. Από τα τελευταία, τα πιο πολύτιμα ήταν οι μάπες που φοριόντουσαν σε ζεύγη και αποτελούνταν από δύο καλοδουλεμένες πλάκες χρυσού που ενώνονταν με πολλές πυκνές αλυσίδες. Η σημασία και η αξία των συγκεκριμένων κοσμημάτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να τα λένε στεκούμενα, δηλαδή να τα συγκαταλέγουν στην κινητή περιουσία μεγάλης αξίας, την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και ως ενέχυρο (αμανέτι). Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αρκετές Βουρλιώτισσες πούλησαν τις μάπες τους το 1892, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα χρήματα για να χτιστεί η Αναξαγόρειος Σχολή.
Τη γυναικεία φιλαρέσκεια συμπλήρωναν και τόνιζαν διάφορα εξαρτήματα. Τα χέρια τους συχνά καλύπτονταν από γάντια πάνινα, μαύρα ως τον καρπό, τα οποία αρχικά άφηναν ακάλυπτα τα δάκτυλα, για να φαίνονται τα δαχτυλίδια, ενώ αργότερα έγιναν πλήρη και τα δαχτυλίδια τοποθετούνταν από πάνω. Τέλος, συνηθιζόταν ο μπουάς, ένα μακρουλό γουναρικό για τον αυχένα και το ρεπίδι ή ριπίδι, με κοκκάλινο σκελετό, το οποίο κρεμούσαν στο λαιμό.
Τα πολύ νεαρότερα κορίτσια ντύνονταν απλούστερα, με ολόσωμα φορέματα σαν ρόμπες, ενώ έπλεκαν τα μαλλιά τους πλεξούδες και τα κάλυπταν με μεταξωτά μαντίλια. Από τα μέσα του 19ου αι άρχισαν και εδώ να φοριούνται από ορισμένες γυναίκες, ιδίως των ανώτερων τάξεων, τα φράγκικα φορέματα, ενώ το φέσι αντικαταστάθηκε με κότσο για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και με μπουρμάδες που έπεφταν στην πλάτη για τις νεότερες.
Την παρουσίαση της βουρλιώτικης φορεσιάς θα κλείσουμε με ένα τοπικό δίστιχο που αναφέρεται σε αυτήν:
Μ’ έκαψε το πολκάκι σου, τ’ όμορφο μαντιλάκι σου,
με λώλανε η φούστα σου, τα νάζα και τα γούστα σου…
Η μελιώτικη φορεσιά
Στην περιοχή του Μελιού αρχικά φαίνεται ότι φοριόταν από τις γυναίκες η βράκα, η οποία όμως καμία ομοιότητα δεν είχε με τη μουσουλμανική και έμοιαζε μάλλον περισσότερο με εκείνη της Λέσβου και της ευρύτερης περιοχής της Αιολίδας. Η ύπαρξή της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στα πιο ορεινά χωριά των Καραμπούρνων, στα οποία ήταν εγκατεστημένοι από πολύ παλιά συμπαγείς ελληνικοί, χριστιανικοί πληθυσμοί, υπήρχαν βρακούδες μέχρι την Καταστροφή, αλλά και από τις βρακοζώνες που συνέχισαν να φτιάχνουν οι γυναίκες μεταγενέστερα για να στολίζουν τα σπίτια τους. Αργότερα, κατ’ επιρροή του αστικού κέντρου της Σμύρνης και των δυτικών προτύπων, η βράκα αντικαταστάθηκε με το μεσοφούστανο, στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.
Εσωτερικά φοριόταν μια σειρά από εσώρουχα, τα οποία αποτελούσαν τακίμι και περιλαμβάνονταν στην προίκα κάθε κοπέλας, που έπρεπε να διαθέτει παραπάνω από ένα τακίμια, τα οποία κατασκευάζονταν από διάφορα υφάσματα, ανάλογα με τη χρήση. Το πρώτο από αυτά ήταν ο μπούστος, άσπρος και βαμβακερός, στολισμένος με δαντέλες και κεντήματα, ενώ όταν έκανε κρύο έμπαινε από πάνω το ισλίκι, ένας δεύτερος μπούστος, πιο χοντρός, επενδυμένος με βαμβάκι. Ακόμα, εσωτερικά φοριόταν ένα άσπρο χασεδένιο ή αργαλίσιο βρακί ως το γόνατο και η καμιτζόλα ή ασπροκέναρο ή σαλαμπράκα ή σαλαμπάρκα ή ποκαμίσα, ένα μακρύ άσπρο πουκάμισο, το οποίο μπορούσε να είναι είτε αμάνικο είτε με μανίκια. Τέλος, μέσα από το μισοφούστανο φορούσαν το μισοφόρι ή μεσοφόρι, μια άσπρη βαμβακερή σουρωτή φούστα, η οποία χάριζε όγκο και στον ποδόγυρο είχε φραμπαλάδες, σούρες με δαντέλες και κοφτά σχέδια.
Τις καθημερινές οι γυναίκες συνήθιζαν να φορούν το ποκάμισο ή μπλούζα ή φουσικάκι με όρθιο γιακά ή λαιμόκοψη που κούμπωνε είτε μπροστά είτε από πίσω. Ως πιο καλό ρούχο φοριόταν το πορκάκι ή σακάκι, ένα είδος ζακέτας σε διάφορα υφάσματα που κούμπωνε μπροστά. Μάλιστα, παλαιότερα δεν κούμπωνε ως το λαιμό, ώστε να φαίνεται η ολοκέντητη και καταστόλιστη τραχηλιά που τοποθετούσαν μπροστά στο στήθος. Επίσης, η γραμμή του ήταν αρκετά στενή και μεσάτη, με πιο φουσκωτά μανίκια επάνω που στένευαν στις μανσέτες. Το πορκάκι διέθετε διακόσμηση γύρω γύρω, ενώ οι πιο πλούσιες στόλιζαν και το τμήμα γύρω από τα κουμπιά. Η γραμμή και τα σχέδια που ακολουθούσαν δεν ήταν ίδια για όλες, καθώς όπως έλεγαν «Κάθε μια ήραβγκε το πορκάκι στο καράρι της».
(Στο καράρι της = στα μέτρα της)
Σαν συνέχεια στο πορκάκι ακολουθούσε το μεσοφούστανο ή μισοφούστανο και αυτό σε διάφορες ποιότητες υφασμάτων, ανάλογα με την περίσταση. Πρόκειται για μια φούστα φαρδιά και σουρωτή που στην κατάληξή της ήταν είτε εντελώς ίσια είτε με φραμπαλά είτε με χρυσά φεστόνια. Τα καθημερινά μισοφούστανα είχαν ορισμένες φορές και κεντητά σχέδια με φυτικό διάκοσμο. Στην καλή τους εκδοχή τα μισοφούστανα ήταν σκουρόχρωμα για τις ηλικιωμένες και σε ανοιχτά χρώματα για τις νέες. Μάλιστα, οι κόρες που είχαν φτάσει σε ηλικία γάμου, από το Νιότριτο (Τρίτη του Πάσχα) ως του Αγίου Δημητρίου, φορούσαν απαραιτήτως στις σκόλες λευκά ή υπόλευκα μισοφούστανα με κέντημα στον ποδόγυρο.
Οι νοικοκυρές όταν έκαναν τις δουλειές του σπιτιού φορούσαν μια μπροστοποδιά από χοντρό ύφασμα με δύο μπουζούδες. Αλλά και στα χαιρέτια, δηλαδή στις ονομαστικές γιορτές, πολλές φορές δέχονταν στο σπίτι τους καλεσμένους φορώντας μια ποδιά μεταξωτή ή από λεπτό ύφασμα, με δαντέλες.
Εικόνα Μπροστοποδιά επίσημη
Οι κάρτσες που φορούσαν ήταν φτιαγμένες από λεπτό μαλλί, βαμβάκι ή μετάξι. Όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα φορούσαν σε καλές περιστάσεις πιο λεπτές κάλτσες, αγοραστές ως το γόνατο. Το χειμώνα μέσα στο σπίτι φορούσαν στα πόδια τους τερλίκια ή πιο καλές παντόφλες. Χαρακτηριστική είναι η αντίληψη που είχαν για την υπόδηση. Επειδή θεωρούσαν ότι το να είναι μια γυναίκα ξυπόλητη είναι ένδειξη φτώχειας, φρόντιζαν όλες να έχουν παπούτσια, μποτίνια, στιβανάκια, βιδάλια, γοβάκια και σκαρπινάκια, τα οποία συνήθως αγόραζαν από τη Σμύρνη.
Ως πανωφόρια οι πλούσιες χρησιμοποιούσαν μακριά γούνα ως το γόνατο ή πιο κοντή, την οποία ονόμαζαν κοντογούνι. Οι περισσότερες φορούσαν το τζιπούνι, ένα χοντρό μάλλινο γιλέκο. Άλλο μέσο προστασίας από το κρύο ήταν οι μποξάδες ή μποξαδάκια ή σάρπες ή μπελερίνες. Οι σάρπες πιο συγκεκριμένα ήταν πλεγμένες από λεπτό μαλλί, με πολλά τρυπητά σχέδια, χωρίς κρόσσια. Οι μποξάδες φτιάχνονταν από διάφορα υφάσματα, ενώ υπήρχαν και πιο λεπτοί για την καλοκαιρινή περίοδο. Οι πιο ακριβοί από αυτούς ήταν κατασκευασμένοι από διμισκί, δηλαδή δαασκηνό ύφασμα. Με τους καλούς μποξάδες έκαναν τα μποξαλίκια, μπόγους για τη μεταφορά των προικιών ή τους χρησιμοποιούσαν σαν δώρο προς τους συγγενείς του γαμπρού. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο κάθε κοπέλα έπρεπε να διαθέτει τουλάχιστον μια ντουζίνα μποξάδες στην προίκα της.
Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν οι Μελιώτισσες στον καλλωπισμό τους, με τη χρήση αυτοσχέδιων καλλυντικών για το πρόσωπο και το σώμα, τον συχνό και προσεκτικό καθαρισμό του σώματός τους, το λούσιμο των μαλλιών τους και τις φροντισμένες κομμώσεις. Τα κορίτσια έπλεκαν τα μαλλιά τους είτε σε δύο πλεξούδες που λέγονταν πουρμάδες είτε σε περισσότερες και πιο λεπτές που τις ονόμαζαν βρουλίδες ή βρουλίδγκια. Οι παντρεμένες γυναίκες έπιαναν τα μαλλιά τους σε διαφόρων ειδών κότσους, χαμηλότερους ή ψηλότερους, περίτεχνους ή πιο απλούς. Μεγάλη εντύπωση, όμως, προκαλεί η ποικιλία που υπήρχε στα κεφαλοκαλύμματα. Έτσι, οι νιόπαντρες φορούσαν με την καλή τους φορεσιά ένα κόκκινο, χαμηλό φέσι με φλουριά, το οποίο έπεφτε πάνω στο μέτωπο (κούτικας) και πάνω από αυτό στερέωναν ένα λευκό ή υπόλευκο ολοκέντητο μαντίλι. Οι γυναίκες λίγο πιο προχωρημένης ηλικίας φορούσαν με τα σκολιανά τους ένα εσωτερικό τσεμπέρι ή φακιόλι από τουλπάνι και εξωτερικά το ολοκέντητο μαντίλι. Τα μικρά κορίτσια φορούσαν το κανάρι, από κρεπ ή βαμβακερό ύφασμα σε φανταχτερά χρώματα, ενώ στις σκόλες από το Νιότριτο ως του Αγίου Δημητρίου που, όπως προαναφέρθηκε φορούσαν τα καλά τους μεσοφούστανα, έβαζαν στο κεφάλι τους μαντίλι, το οποίο έδεναν ψηλά και άφηναν να φανούν οι πλεξούδες τους, τις οποίες στόλιζαν με κορδέλες. Τέλος, για τις καθημερινές δουλειές φορούσαν τσεμπέρια και φακιόλια, τα οποία ήταν είτε σταμπωτά και τα προμηθεύονταν από τα πασματζίδικα (σταμπωτήρια) της Πόλης, είτε σε αποχρώσεις του κόκκινου, του κίτρινου, του γαλάζιου και του λευκού. Όταν μάλιστα έκαναν βαριές εργασίες, όπως αγροτικές δουλειές ή μπουγάδα, φορούσαν τις μαγουλίκες, τις οποίες στερέωναν στο λαιμό και έδεναν πίσω.
Την προσεγμένη τους εμφάνιση τις καλές ημέρες, δεν μπορούσαν, παρά να μην συμπληρώνουν τα διάφορα χρουσαφικά ή τζόγιες ή τζοβαϊρια ή χρουσά, τα οποία μπορεί να ήταν από καθαρό ασήμι ή επίχρυσα, αλλά σπάνια ασημένια ή γυάλινα. Τα κοσμήματα τα προμηθεύονταν κυρίως από τη Σμύρνη και σπανιότερα από την Πόλη, ενώ αγόραζαν και από τα τοπικά εργαστήρια στα Βουρλά, τα Αλάτσατα και τον Τσεσμέ. Στα χέρια τους φορούσαν αρκετά δακτυλίδια με πέτρες και όσες είχαν φορούσαν απαραιτήτως του δακτυλίδι του αρραβώνα τους, τον αρρεβώνα ή βεργκέτα, που ήταν χρυσό, με πετρούλες για τους φτωχούς και διαμάντια για τους πλούσιους. Επίσης, είχαν βραχιόλια με αλυσίδες, που όταν ήταν στριφτές ονομάζονταν μπουρμπάδες, ή κρίκους. Μελιώτικη συνήθεια ήταν να τρυπούν τα αυτιά των κοριτσιών από τη βρεφική τους ηλικία και να φορούν σκουλαρίκια, κυρίως κρεμαστά με ποικίλο διάκοσμο και σχέδια, στολισμένα με πέτρες ή και νομίσματα. Τέλος, στο λαιμό φορούσαν ένα χρυσό σταυρό και μανταλιά (μενταγιόν) με πετράδγκια, μαντατιά ή παντατιά (παντατίφ) και μαργαριταρένιους κολλιέδες. Αρκετά συχνά προτιμούσαν ως κοσμήματα τις αρμάθες με τα φλουριά, τις οποίες υποχρεωτικά έπρεπε να φέρει η νύφη. Μάλιστα λέγεται ότι ορισμένες πολύ πλούσιες νύφες φορούσαν στο γάμο αρμάθες που έφταναν ως τα γόνατα. Τέλος, νεότερο κόσμημα ήταν το κορδόνι, μια χρυσή, μακριά αλυσίδα ως την κοιλιά, την οποία φορούσαν σε διπλή ή τριπλή σειρά και την έκαναν κόμπο, στολίζοντάς την στην κατάληξη με χρυσό ρολόι, πεντόλιρο ή μανταλιό καπακιαστό (μενταγιόν που έκλεινε με καπάκι).
Ως συμπληρωματικά εξαρτήματα θα πρέπει να αναφερθούν αρχικά τα γάντια, οι χέρες όπως ονομάζονταν. Το μήκος τους ποίκιλε από τον καρπό ως τον αγκώνα και, όπως συνέβαινε και σε άλλες περιπτώσεις, άλλοτε κάλυπταν τα δάκτυλα και άλλοτε άφηναν να φαίνονται τα δακτυλίδια. Τα πρόχειρα γάντια ήταν άλλωστε απαραίτητα και στον τρύγο. Άλλα εξαρτήματα, κλείνοντας, είναι τα τσαντάκια, πλεκτά, σε σχήμα πουγκιού, πολύχρωμα και ορισμένες φορές διακοσμημένα με χρυσές και ασημένιες αλυσιδούλες, το ρεπίδι και το παρασόλι για την προφύλαξη από τον ήλιο.
Η τσεσμελίδικη φορεσιά
Στον Τσεσμέ τα ευρωπαϊκά πρότυπα επικράτησαν νωρίτερα και σε μεγαλύτερο εύρος σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της Ερυθραίας. Αυτό συνέβη πιθανότατα λόγω της μεγάλης εγκατάστασης Ευρωπαίων στα Λίτζια του Τσεσμέ, αλλά και λόγω της ευρείας διάδοσης της φορεσιάς «Αμαλία».
Το σχήμα της τοπικής ενδυμασίας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τον ερυθραίωτικο τύπο, που ήθελε πορκάκι και μεσοφούστανο. Εδώ ο λαιμός και τα μανίκια από το πορκάκι στολίζονται με δαντέλα. Μάλιστα, για τις πιο πλούσιες λέγεται ότι η δαντέλα του λαιμού μπορεί να ήταν τόσο φαρδιά που να κάλυπτε και τους ώμους. Στη γιορτινή τους εκδοχή και τα δύο κομμάτια ήταν κατασκευασμένα από βελούδο ή μετάξι. Το χειμώνα πρόσθεταν το σάκκο, ένα είδος χοντρού σακακιού και το μπελερίν, ένα είδος κάππας χωρίς μανίκια που κούμπωνε στο λαιμό.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες του Τσεσμέ δεν φορούσαν κάλτσες, παρά μόνο όταν έκανε πολύ κρύο ή όταν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες. Υποστήριζαν, μάλιστα, ότι κάλτσες φορούν οι άρρωστες. Τα παπούτσια τους ήταν υφασμάτινα, χαμηλά, κεντημένα με χρωματιστά νήματα, ενώ εναλλακτικά φορούσαν δερμάτινες χαμηλές γόβες ή μποτίνια.
Στο κεφάλι οι νεότερες φορούσαν άσπρο μαντίλι και οι πιο ηλικιωμένες βυσσινί, από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο δεν έδεναν και στόλιζαν με μικρές χρυσές χάντρες. Στα τέλη του 19ου αι οι νεότερες σταμάτησαν να το χρησιμοποιούν στις περισσότερες περιπτώσεις και προτιμούσαν να πλέκουν πλεξούδες ως το γοφό, τις οποίες ονόμαζαν μπουλαζέδες.
Για το στολισμό τους με κοσμήματα οι γυναίκες των λαϊκότερων στρωμάτων επέλεγαν σειρές από αλυσίδες με φλουριά, πεντόλιρα και άλλα νομίσματα μικρότερης αξίας. Άλλα κοσμήματα ήταν τα χρυσά ρολόγια που κρέμονταν με αλυσίδα στο λαιμό, οι μάπες, όπως και στα Βουρλά, οι καρφίτσες που στερεώνονταν στη ένωση του γιακά στο λαιμό και σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες.
Οι αστές, που, όπως προαναφέρθηκε, υιοθέτησαν από νωρίς τον ευρωπαϊκό τρόπο ντυσίματος, φορούσαν φορέματα με μανίκια φουσκωτά στους ώμους (μπαλονέ) και στενά στις μανσέτες, ενώ η φούστα είχε πολλές πτυχές στο πίσω μέρος. Την εμφάνισή τους συμπλήρωναν τα καπέλα, τα γάντια, τα χρυσά κοσμήματα, τα χρωματιστά τσαντάκια και τα ομπρελίνα για τον ήλιο.
Γ. Η ενδυμασία των παιδιών
Η ενδυμασία των παιδιών στην Ερυθραία, αν και γι’ αυτή σώζονται ελάχιστες πληροφορίες, φαίνεται ότι διέφερε από εκείνη των μεγάλων, διατηρώντας, ωστόσο ορισμένα στοιχεία. Έτσι τα κοριτσάκια στον Τσεσμέ φορούσαν είτε ένα πορκάκι με μία φούστα είτε φουστανάκι που έφτανε κάτω από το γόνατο, σε χρώματα όμως χαρούμενα, και στις γιορτές έβαζαν και άσπρο γιακά. Τα μαλλιά τους τα χτένιζαν σε πλεξούδες, τις οποίες στόλιζαν με κοκκαλάκια. Περίπου την ίδια εμφάνιση είχαν και τα κοριτσάκια στο Μελί, για τα οποία προτιμούσαν όμως περισσότερο ευρωπαϊκού τύπου ρομπίτσες και για τις καθημερινές αλατζαδάκια και πολύχρωμα φουστανάκια. Επίσης, τα κοριτσάκια των πιο εύπορων οικογενειών φορούσαν ορισμένες φορές και τα μαρνέρικα, δηλαδή ρούχα ναυτικού τύπου.
Τα αγοράκια φορούσαν παντελονάκια που συνήθως έφταναν στη μέση της γάμπας, όχι πολύ φαρδιά μλπουζάκια ή πουκαμισάκι και είχαν κοντά μαλλιά. Στο κεφάλι φορούσαν ψάθινα καπελάκια ή πηλίκια. Στις καλές περιστάσεις τα έντυναν με σκούρα κουστούμια και στο Μελί συνήθιζαν να βάζουν και στα αγόρια μαρνέρικα.
Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί προϊόν πρωτογενούς έρευνας και στηρίζεται σε ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία και πηγές που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.
Αθανασία Σταυροπούλου, Ιστορικός-Χοροδιδάσκαλος, Απόφοιτος ΕΚΠΑ
——————————————————————————————-
Δ. Πηγές
1) Ενδεικτική βιβλιογραφία
Ανδριώτη – Μπούρχα Κορίννα, Τσεσμές. Πολιτισμός και καθημερινή ζωή, εκδ. ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ., Αθήνα 2010
Βαρθολομαίου Βγένα, «Λαογραφικά στοιχεία της Μικράς Ασίας που καταγράφονται στους 6 πρώτους τόμους των Μικρασιατικών Χρονικών», Μικρασιατικά Χρονικά 20 (1998), 393-451
Ζήκας Γ., Αρχαία Ερυθραία. Το μέλι και η περιοχή, Κάτω Χαλάνδρι Αττικής 1979
Ερυθραία. Ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας (επιμ. Θ. Κοντάρας – Μαριάννα Κορομηλά), εκδ. Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», Αθήνα 1997
Κλεάνθης Φ., Αλάτσατα, η χαμένη πατρίδα μου, Αθήνα 1987
Κοντάρας Θ., Μελί, όσα δε σβήνει ο χρόνος, εκδ. Προοδευτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος», Νέο Μελί Μεγάρων 2009
Κουτσοδόντη Ευαγγελία, Αλάτσατα Μικράς Ασίας, η πατρίς των γονέων μου, εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2001
Μηλιώρης Μ., Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, μέρος Β΄, εκδ. «Ένωσις Σμυρναίων», Αθήνα 1965
Μπαλτάς Α., Τα Καράμπουρνα της Μικρασιατικής Ερυθραίας, εκδ. Μπαλτά, Αθήνα 2010
Στου Μελιού τους καφενέδες [ηχογράφηση], (επιμ. Προοδευτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος»)
Τίγκου Στρατηγούλα, Από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας στη Ν. Ερυθραία, Αθήνα 2008
Τραγούδια και χοροί από τα Αλάτσατα και την Ερυθραία της Μικράς Ασίας [ηχογράφηση], (επιμ. Λύκειο των Ελληνίδων), Αθήνα 1991
Τραγούδια και χοροί από τη Σμύρνη και από την Ερυθραία της Μ. Ασίας [ηχογράφηση], (επιμ. Λύκειο των Ελληνίδων), Αθήνα 1994
Χατζημιχάλη Αγγελική, Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1978-1983
2) Ιστότοποι
Οδοιπορικό στο Μελί – Σύλλογος Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Μελί Μεγάρων
Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας
http://www.users.sch.gr– mikrasiatis.gr– ellhnwnmikrasia.wordpress.com