Τα Μοσχονήσια, το Νησί όπως τα αποκαλούν οι νέοι τουρκο-Κρήτες κάτοικοί τους, ή η Cunta (Τζούντα) των Τούρκων, υπήρξε μια ελληνική πόλη των 8.000 περίπου κατοίκων, λίγο βορειότερα του Αϊβαλιού.
Είναι το μεγαλύτερο νησί από τα 22 νησιά του σύμπλεγματος, τα οποία ανήκουν στην πόλη Αϊβαλί.
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Εκεί βρέθηκα δύο φορές πριν από λίγα χρόνια: Έφαγα και χόρεψα (ποντιακά, όλως τυχαίως χάρις σ’ ένα Τραπεζούντιο μέτοικο στην περιοχή) στη κεντρική ταβέρνα της Gunta που έφερε το όνομα «Lyra» (Λύρα). Kαι κάποια χρόνια αργότερα, παρέα με μια ντόπια Κρητικιά φίλη, ήπια τον καφέ στον περίφημο πέτρινο καφενέ της παραλίας, που πριν την Καταστροφή ανήκε στον Θανάση Μαστροπαναγιώτη, και ονομαζόταν «Ερμής» σύμφωνα με τη Μ. Μαστροσταμάτη. Εκεί, το 1999, άκουσα τον νυν ιδιοκτήτη του καφενέ (τρίτης γενιάς ανταλλάξιμο) να μας μιλά σε άψογα κρητικά.
Ο πέτρινος καφενές του Θανάση Μαστρο-παναγιώτη έτυχε να έχει μια τραγική ιστορία, αντίστοιχη με αυτή των κατοίκων των Μοσχονησίων κατά τον δραματικό Σεπτέμβρη του 1922. Τότε, οι κάτοικοι της ιωνικής παραλίας προδόθηκαν και παραδόθηκαν εν ψυχρώ από την μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών (Γούναρης, Πρωτοπαδάκης, και πολλοί άλλοι υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο) στους αγριεμένους τσέτες του Μουσταφά Κεμάλ.
Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, ο Θανάσης Μαστροπαναγιώτηςμαζί με κάποιους άνδρες και τα αδέλφια του έφυγαν από την πόλη με την άφιξη του τουρκικού στρατού και κρύφτηκαν στα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ Μυτιλήνης και Αϊβαλιού, πιστεύοντας ότι θα ξαναγυρίσουν μόλις καταλαγιάσουν τα πράγματα. Τα πράγματα όμως δεν καταλάγιασαν. Οι άνδρες που συνελήφθησαν (800 άτομα) εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι υπόλοιποι άμαχοι έγιναν λεία των αιμοβόρων τσετών. Όσοι επέζησαν στάλθηκαν στα ενδότερα. Οι ελάχιστοι που επέζησαν ήρθαν στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ο Μαστροπαναγιώτης -ο οποίος είχε μεγάλη περιουσία στα Μοσχονήσια- εγκαταστάθηκε τελικά στα Μυστεγνά της Λέσβου. Επέλεξε να παραμείνει στο νησί ελπίζοντας ότι θα ξανασυναντηθεί με τη γυναίκα του, τη Στρατηγούλα και το μικρό παιδί τους. Η Στρατηγούλα ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Για δέκα χρόνια ήλπιζε ότι ΚΑΙ θα ξαναβρεθεί με την οικογένειά του ΚΑΙ θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Ακριβώς επειδή πίστευε ότι θα ξαναγυρίσει στα Μοσχονήσια αρνήθηκε να αποζημιωθεί από την Ανταλλάξιμη Περιουσία, όπως δικαιούνταν. Πίστευε ότι εάν δεχόταν την αποζημίωση θα ήταν σα να συναινούσε στην παραχώρηση της δικής του περιουσίας.
Μετά από δέκα χρόνια έχασε τις ελπίδες του και ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα από τη Μυτιλήνη που είχε το ίδιο όνομα με τη χαμένη του γυναίκα: Στρατηγούλα. Αργότερα δημιούργησε ένα μικρό καφενέ στη Μυτιλήνη που εξελίχθηκε σε ένα καλό οικογενειακό κέντρο.
(αρχείο Ντόρας Βακιρτζή)
Η εγγονή του Ντόρα Βακιρτζή περιγράφει ως εξής την ιστορία του παππού της:«Στη μεγάλη σφαγή πολλοί ανδρες μαζι κι ο παπους Θανασης Μαστροπαναγιώτης έφυγαν απο το Μοσχονήσι και κρύφθηκαν σε νησάκια ανάμεσα Αιβαλί Μυτιλήνη.Είχε διαδοθεί οτι μαζεύουν τους άνδρες κι έτσι άφησαν τα γυναικόπαιδα στο Μοσχονήσι. Ο Θανάσης Μ. άφησε την έγγυο γυναίκα του Στρατηγούλα και το μικρό γιό του Στρατή.Το βράδυ όμως είδαν κι άκουσαν την καταστροφή και κατάλαβαν πως δεν ειχε επιστροφή. Βγήκαν στη Μυτιλήνη κι εκει με τα χρόνια έστησε ένα μικρό καφέ που αργότρα εξελίχθηκε σε οικογενεικό καφε -κεντρο στην Αλυσίδα. Ζούσε με την ελπίδα να βρει τους δικούς του και ήλπιζε να ππάρει κάποτε τη περιουσία του ,γι αυτό και δεν δεχθηκε απο τα ανταλλάξιμα κτήματα. Οταν απογοητεύθηκε ύστερα απο 10 χρόνια παντρεύτηκε τη γιαγιά Στρατηγούλα , συνονόματη της γυναίκας που έχασε, χήρα με τρεις κόρες.Οταν τον ρωτούσαν πως κι αποφάσισε να κάνει τέτοιο γάμο, έλεγε πως παντρεύτηκε για τα ορφανά. Και πράγματι τα αγάπησε εξίσου και περισσότερο κι απο τη δική του κόρη που απέκτησε από αυτό το γάμο.Ποτέ δεν μιλούσε για τη χαμένη ζωή στο Μοσχονήσι. Όλες τις πληροφορίες τις συνέλεξε η μεγάλη του θετή κόρη η Βήτα που τον λάτρευε.Τις όποιες πληροφορίες έχουμε απο τη ζωή του εκεί τις έχουμε από άλλους πρόσφυγες Μοσχονησιώτες και απο την επιτόπου έρευνα που έκανε η Βήτα με τον άνδρα της καθώς ταξίδευαν συχνά απέναντι γιατί είχαν το πλοίο που έκανε τη γραμμή Μυτιλήνη Αιβαλι. Απο τα αδέλφια του Θανάση Μαστροπαναγιώτη τα 4 βρέθηκαν Αμερική και ένας στ Βόλο. Απο αυτούς ξανασυνάντησε έκτοτε μόνο τον εναν. Δυστυχώς πέθανε αρκετά νέος και τα εγγόνια του δεν προλάβαμε να τον γνωρίσουμε. Μακάρι να μαθαίναμε περισσότερα..…»
……………………
Το Μοσχονήσι σήμερα από τη θάλασσα.
Στην άκρη δεξιά ο καφενές του Θανάση Μαστροπαναγιώτη.
Διακρίνεται στο κέντρο η εκκλησία του Ταξιάρχη, που έχει ήδη αναπαλαιωθεί από το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού.Διακρίνονται άλλες δύο εκκλησίες. Μια στην κορυφή πλάι στον ανεμόμυλο, η οποία αναπαλαιώθηκε και η άλλη δεξιά του Ταξιάρχη, επίσης προς την πάνω πλευρά.
Η εκκλησία του Ταξιάρχη, όπως ήταν όταν την πρωτοεπισκεφτήκαμε το 1997
Η ταβέρνα του Μόσχου (Moshos Taverna) σε ένα όμορφο πέτρινο σπίτι του Μοσχονησιού
H αναπαλαιωμένη εκκλησία (με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Κότς αν δε με γελά η μνήμη μου), η οποία είχε χτιστεί με τούβλα κατασκευασμένα στο γειτονικό ελληνικό χωριό Γενιτσαροχώρι, όπως ήταν η ανάγλυφη επιγραφή (σε κάθε τούβλο).
Πανοραμική θέα του Μοσχονησιού και του Ταξιάρχη. Στο νησάκι που βρίκεται μπροστά υπήρχε μοναστήρι που είχαν κτίσει οι Πόντιοι μεταλλωρύχοι που δούλευαν στα ορυχεία της Μπάλιας και είχαν και αυτοί τραγική μοίρα τον Σεπτέμβρη του 1922
Μερικές σύγχρονες εικόνες από
τον καφενέ του Θανάση Μαστροπαναγιώτη
»ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Ο ΕΡΜΗΣ’‘ σήμερα »Τας».
Και ένα ελληνικό ρεμπέτικο συγκρότημα σε ταβέρνα της Cunta
( φωτογραφία Μεχμέτ Εργκιούν)
Μοσχονήσια 1922: Η ιστορία βρίσκεται μπροστά μας