Ο διάσημος συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης και πάλι στην Πόλη του

280

Μετά την επιτυχημένη συνάντηση στο καφέ Ιστός της Πόλης την Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου, όπου παρουσίασε τα βιβλία και το έργο του σε Τούρκους αναγνώστες του, με τους οποίους συζήτησε εκτενώς, η εκδήλωση της επομένης με τον Πέτρο Μάρκαρη, και πάλι στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια δεύτερη συνεχής αποκάλυψη.

Φωτογραφία του Yanni Gigourtsis.

Η ομιλία του, στα ελληνικά αυτή τη φορά, στο φιλόξενο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη γοήτευσε τους παρόντες τυχερούς ακροατές, Έλληνες και Τούρκους (βοήθησε και η ταυτόχρονη μετάφραση από την ταλαντούχο Άννα Μαρία Ασλάνογλου).

Φωτογραφία του Yanni Gigourtsis.

Στο πρώτο μέρος ο διάσημος συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής σκιαγράφησε την προσωπική του πορεία από την πολυπολιτισμική Κωνσταντινούπολη της Ανατολής στην βαριά αλλά γόνιμη ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Βιέννης της Δύσης και από κει στην Αθήνα, την πόλη γέφυρα των δύο κόσμων, όπου επέλεξε να ζήσει και να δημιουργήσει λόγω της γλώσσας, όπως τόνισε.

«Η γλώσσα με οδήγησε να ζήσω στην Αθήνα. Μιλούσα εξίσου καλά γερμανικά, τουρκικά και ελληνικά» λέει χαρακτηριστικά. «Αλλά όταν ήρθε η ώρα να γράψω αποφάσισε να γράψω στα ελληνικά. Ξαναγύρισα λοιπόν στα ακούσματα που είχα από το σπίτι μου και τα παιδικά μου χρόνια » είπε χαρακτηριστικά.

Ο Μάρκαρης γεννήθηκε στην Πόλη, στην Χάλκη, το 1937. Σπούδασε οικονομικά στην Βιέννη. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1965 με το θεατρικό έργο η ιστορία του Αλή Ρέτζο.

Ακολούθησαν 4 θεατρικά έργα, πολλά σενάρια –ανάμεσά τους και για 5 ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μεταφράσεις του Μπέρτολντ Μπρεχτ, του οποίου είναι ένας έγκυρος μελετητής και των δύο εκδοχών, του Φάουστ του Γκαίτε.

Την μετάφραση αυτή όπως είπε ό ίδιος την αφιέρωσε στους δασκάλους του στην αστική σχολή (δηλαδή στο δημοτικό) της Χάλκης, «Τους ευγνωμονώ που μου έμαθαν τόσο καλά ελληνικά, ώστε να μπορέσω να μεταφράσω σε αυτά ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Φάουστ» μας είπε. Εξίσου στερεή και συγκροτημένη υπήρξε και γερμανική του παιδεία, την οποία πήρε στο αυστριακό λύκειο της Πόλης και στην Βιέννη.

Στα 38 του άφησε την εταιρία Τιτάν όπου δούλευε ως οικονομολόγος για να αφιερώθηκε στο γράψιμο. «Έκτοτε ζω από αυτά που γράφω» λέει με συγκρατημένη περηφάνια. Η μεγάλη στροφή που οδήγησε και στην μεγάλη επιτυχία ήρθε στα 58 του, το 1995. Τότε δημοσιεύει το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με ήρωα τον αστυνόμο Χαρίτο.

Έκτοτε έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 10 αστυνομικά μυθιστορήματα που σημείωσαν όλα μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκαν σε πολλές χώρες του εξωτερικού και κατέστησαν τον Μάρκαρη έναν από τους πιο καταξιωμένους εκπροσώπους του αστυνομικού μυθιστορήματος διεθνώς.

Δεν υπάρχει αμφιβολία επίσης πως ο Μάρκαρης είναι αυτή τη στιγμή ο πιο μεταφρασμένος και διαβασμένος εν ζωή Έλληνας λογοτέχνης στο εξωτερικό, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις σε αναγνωσιμότητα σημαντικά ονόματα της ΝΕ λογοτεχνίας.

Στην συνέχεια της βραδιάς ο συγγραφέας μίλησε για το αστυνομικό μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος και τοποθέτησε τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο αυτού που ονομάζεται «μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα». Χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος αυτού είναι ο ρόλος που παίζει η μεσογειακή πόλη, ως χώρος, στην πλοκή του. Στην περίπτωση του Μάρκαρη η πόλη αυτή είναι η Αθήνα, αλλά όχι μόνο.

Ένα από τα πιο επιτυχημένα μυθιστορήματά του, ας πούμε, το Παλιά, πολύ παλιά (2008) εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στην Κωνσταντινούπολη. «Ζω στην Αθήνα και την αγαπώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την αφήσω, γιατί εκεί ζει και η οικογένεια του Χαρίτου» μας λέει, δηλαδή είναι ο χώρος της δημιουργίας μου εννοεί.

«Ωστόσο αν υπάρχει ένας τόπος που μπορώ να ονομάσω πατρίδα μου δεν είναι ούτε η χώρα που γεννήθηκα και μεγάλωσα, η Τουρκία, ούτε η Αυστρία που σπούδασα και με διαμόρφωσε ως άνθρωπο, ούτε η Ελλάδα που ζω και την οποία γνώρισα και αγάπησα μεγάλος. Για μένα η έννοια της πατρίδας περιορίζεται και ταυτίζεται με αυτήν εδώ την πόλη, με την Κωνσταντινούπολη» «Θέλω να γράψω ακόμα ένα μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται στην Πόλη. Αυτό θέλω να είναι το κύκνειο άσμα μου» κατέληξε με συγκίνηση.

Η γλαφυρή αφήγηση του Πέτρου Μάρκαρη, ένα μείγμα λογοτεχνικής αυτοποαρουσίασης και επιστημονικής περιγραφής του έργου του έκλεισε με ένα ασυνήθιστα ζεστό χειροκρότημα του κοινού ια την αίσθηση του ανικανοποίητου : ήθελες να τον ακούσεις να μιλά ακόμα για πολύ.

Η ωραία βραδιά συνεχίστηκε με την όμορφη δεξίωση του πάντοτε φιλόξενου και γαλαντόμου ζεύγους των οικοδεσποτών της βραδιάς, του Γενικού Προξένου Ευάγγελου Σέκερη και της συζύγου του Μαρίας. Για όσους είχαν ακόμα αντοχές και διάθεση, η ήπια φθινοπωρινή βραδιά, παρά τον προχωρημένο Δεκέμβρη, η θετική διάθεση εν όψει του Σαββατοκύριακου και των επικείμενων εορτών, και το γεμάτο από πλήθος, μουσικές, μυρωδιές και χρώματα Πέρα καλούσαν σε για την συνέχεια στα στενά και τα σοκάκια μιας πόλης που δεν παύει να σε εκπλήσσει ποτέ.

Γιάννης Γιγουρτσής