Στέλιος Παρλιάρος: Ο εθνικός μας ζαχαροπλάστης από την Πόλη

6137

Από τον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στους Αμπελοκήπους βουτάω στα βελούδινα νερά του Βοσπόρου. Μπροστά μου η Πόλη με τους μαλακούς της λόφους, αχειροποίητη, μετέωρη ανάμεσα στον ουρανό και στο νερό.

Εξωραϊσμένη, πελώρια, εξωστρεφής, με τις αρτηρίες της να σφύζουν από ζωή, τα παζάρια, τα μαγαζιά της έμφορτα μυρωδιές και ανθρώπους. Κουβεντιάζουμε σκάρτο ένα τέταρτο και είναι σαν να είμαι εκεί.

Ο Στέλιος Παρλιάρος γεννήθηκε το 1959 στην Κωνσταντινούπολη και την έζησε μέχρι 10 χρονών. Δεν θυμάται τίποτα, μου είπε στην αρχή. Τα θυμάται όλα. Στην τετράωρη κουβέντα μας, το λάμδα του ακούγεται πιο παχύ από το κανονικό, πολίτικο. Μερικές συνεντεύξεις γράφονται μόνες τους.

Η μητέρα του ήταν από το Φανάρι, βέρα Κωνσταντινουπολίτισσα, η οικογένεια του πατέρα του βάσταγε από την Άνδρο, αν και από τον προ-προπάππου του ήταν κι αυτοί στην Πόλη. Έμπορος ο πατήρ Παρλιάρος, υπερδραστήριος. «Η βασική του δουλειά ήταν πουκαμισάς.

Είχε μαγαζί με πουκάμισα, δεν τα έραβε ο ίδιος, έπαιρνε μέτρα και τα έδινε έξω. Παράλληλα έκανε και άλλα πράγματα, για παράδειγμα τα Χριστούγεννα άνοιγε μαγαζί με παιχνίδια. Εποχιακά». Έξυπνος Πολίτης, με εμπορικό δαιμόνιο. «Πήρα πολλά πράγματα από αυτόν. Την ενέργειά του, την πολυπραγμοσύνη του». Η μητέρα του στο σπίτι με τα παιδιά.

Στο πατρικό του, στα Ταταύλα, ιστορική ελληνική συνοικία της Πόλης, κάθε μέρα ήταν γιορτή: «Ο πατέρας μου ήταν καλοφαγάς. Καθημερινά κουβάλαγε ψαρικά, μεζεκλίκια, γλυκά – ήταν πολύ γλυκατζής. Κάθε βράδυ το τραπέζι έπρεπε να έχει πέντε έξι φαγητά, μεζέδες, ρακί ή καλό κρασί. Από εκεί ίσως εθιστήκαμε εγώ και η αδελφή μου στο καλό φαγητό. Στο σπίτι μαγειρεύαμε πολλά λαδερά. Μπουγατσάκια, τυροπιτάκια, μεζέδες ένα σωρό.

Ο πατέρας μου λάτρευε τα φασολάκια με κιμά, το σπανάκι με αυγό. Τα γεμιστά τα έφτιαχναν με κιμά, τα νηστίσιμα ήταν φτιαγμένα με κουκουνάρι, μπόλικο κρεμμύδι και σταφίδα. Όλα τα λαδερά στην Πόλη τα τρώγαμε κρύα. Και ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι το μαγειρευτό φαγητό πρέπει να το τρως την επόμενη μέρα».

Σε αντίθεση με σήμερα, που τρώει ελάχιστα γλυκά(!), μικρός γονάτιζε τα βάζα με γλυκά του κουταλιού της μαμάς του, η οποία έφτιαχνε επίσης πολύ ωραίο κανταΐφι και γαλακτομπούρεκο. «Το γαλακτομπούρεκο πρέπει να είναι κωνσταντινουπολίτικο γλυκό, δεν το έχουν τα τουρκικά συνταγολόγια, ούτε το πουλούσαν στα μαγαζιά». Θυμάται ακόμη τα καλοκαίρια στην Αντιγόνη (ένα από τα τέσσερα μεγάλα Πριγκιπονήσια), στη θερινή κατοικία τους, τη μητέρα του να φτιάχνει την αγαπημένη του τούρτα φουντούκι. Επίσης, τον πατέρα του να τον κερνάει καϊμάκι (την πηχτή, μαστιχωτή κρέμα από το βουβαλίσιο γάλα, όχι το παγωτό), πασπαλισμένο με κουταλιές ζάχαρη.

Συναρπαστική γαστρονομικά η Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων, την περιγράφει καλύτερη από παράδεισο: «Όλα τα μαγαζιά ήταν μπουτίκ. Οι μανάβηδες έτριβαν ένα ένα τα μήλα στην ποδιά τους να γυαλίσουν. Τις σαλάτες τις περνούσαν σε κλωστή και τις κρεμούσαν. Τα κρεοπωλεία κι αυτά περιποιημένα, είχαμε και τα τζιερτζίδικα εξειδικευμένα μαγαζιά που πωλούσαν μόνο εντόσθια, συκώτια, καρδιές, τον σκεμπέ (πατσά)».

Τα περιγράφει σαν ακριβά κοσμηματοπωλεία, τόση εντύπωση έκαναν όλα αυτά στον μικρό Στέλιο. «Μετά το Balik Pazari, την παλιά ψαραγορά -τώρα την έχουν χαλάσει, μου λέει-, υπήρχε ένα παμπάλαιο μαγαζί, ακόμη υπάρχει, με κιούπια με σερμπέτια, γλυκά του κουταλιού δηλαδή, τριαντάφυλλο, κυδώνι, βύσσινο, χαλβάδες, φύλλα κρούστας, έτοιμο ψωμί για εκμέκ, τα γιασιά, ωμές πίτες χοντρές με πόρους που τα κάναμε σαν french toast». Η περιγραφή του λαίμαργη, δεν χορταίνω να τον ακούω.

Έπειτα ήταν τα ζαχαροπλαστεία. «Είχαμε αυτά που πωλούσαν μπακλαβάδες και σιροπιαστά. Αλλά τι σιροπιαστά, με τραγανό φύλλο, απίστευτα βουτυράτα, χωρίς πολλά σιρόπια, στεγνά. Άλλα από αυτά που έχουμε συνηθίσει εδώ. Τρως και ξανατρώς και δεν λιγώνεσαι». Είχαν επίσης τα μουχαλεμπιτζίδικα, που φτιάχνουν μόνο κρέμες και κρεμώδη γλυκά. Το ιστορικό Saray, δίπλα στο μαγαζί του πατέρα του, ήταν δεύτερο σπίτι του. «Τεράστια καζάνια έβραζαν με κρέμες. Είχαν ταούκιοκτσου, μουχαλεμπί, ασουρέ, φουρνιστά ρυζόγαλα, και τι δεν είχαν».

Το αγαπημένο του γλυκό  ήταν το προφιτερόλ. Το περιγράφει καλύτερα από τον Κωνσταντίνου στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο»: «Ήταν ένα μακρόστενο μπολ με σου γεμισμένα με μια ελαφριά κρέμα ζαχαροπλαστικής, από πάνω είχε πάλι κρέμα και μια σκούρα σος σοκολάτας, που τότε μου φαινόταν πικρή. Από πάνω έβαζαν σαντιγί, ένας ωραίος αχταρμάς είναι το γλυκό, μια άμορφη μάζα, όμως τι λαχταριστό!».

Θυμάται ακόμη το λουκουμτζίδικο του Haci Bekir, τα ξηροκαρπάδικα με την ευρύτατη ποικιλία, τον Beyoglu με τις σοκολάτες, την μπόζα, ένα κρύο, πηχτό, γλυκό ρόφημα από ζυμωμένα δημητριακά πασπαλισμένο με κανέλα. Θυμάται ακόμη τον θείο του που είχε εργοστάσιο με ζαχαρώδη, ψαύει στις καταβολές του, στα παιδικά του χρόνια, το γιατί της καριέρας του. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό να ασχοληθεί με τη δουλειά του ζαχαροπλάστη. Θα περάσουν χρόνια μέχρι βρει τον δρόμο του. Και θα γίνει μάλλον τυχαία.

Το πανεπιστήμιο Χίλτον

Κάθε τάξη του δημοτικού έμενε μεταξεταστέος στα τουρκικά, έδινε το μάθημα τον Σεπτέμβρη και περνούσε. Μια χρονιά δεν τα κατάφερε και, προκειμένου να μην επαναλάβει την τάξη, οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα. Μαζί του ήρθε η μητέρα του, η οποία για κάμποσο καιρό πηγαινοερχόταν Αθήνα-Κωνσταντινούπολη. Μετά από χρόνια εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Στην Αθήνα μένει στα έλεγκαντ Πατήσια, τα Σαββατοκύριακα πηγαίνει στον Κορυδαλλό και στο Χαλάνδρι, σε συγγενείς, ρουφάει εικόνες, εμπειρίες, μαγεύεται, όμορφη τότε η Αθήνα, έχει μια ανοιχτωσιά και μια περιπέτεια που του πηγαίνει. Χριστούγεννα και γιορτές πίσω στην Πόλη.

Στο γυμνάσιο κάθε άλλο παράδιαπρέπει, δεν έχει το μυαλό του στα μαθήματα, του αρέσει η ζωγραφική, το σχέδιο, άλλα πράγματα. Τον βάζουν σε ιδιωτικό, μετά πηγαίνει νυχτερινό στον Ήφαιστο να μάθει μια τέχνη και να έχει τα πρωινά ελεύθερα για κανένα χαρτζιλίκι.

Τη λύση στην αβεβαιότητα του μέλλοντός του δίνει σαν από μηχανής θεός ο επίσης Κωνσταντινουπολίτης Γιάννης Παππάς, φίλος της αδερφής του, που έχει στο μεταξύ έρθει στην Ελλάδα και παντρευτεί. Τότε ο ζαχαροπλάστης Παππάς είχε επιτελική θέση στου Παπασπύρου και παίρνει τον 17χρονο Παρλιάρο στη δούλεψή του. Παρά τις εργοστασιακού τύπου συνθήκες (μεγάλη η παραγωγή, πολλές οι απαιτήσεις), ο καλλιτέχνης Στέλιος μαγεύεται, το γλυκό μοιάζει δημιουργική απασχόληση. Στου Παπασπύρου μένει εννέα μήνες, μετά ο Παππάς τού λέει ότι ψάχνουν A΄ commis στο Χίλτον.

Ο Παρλιάρος στου Παπασπύρου δεν έχει μάθει να φτιάχνει ούτε ένα γλυκό για δείγμα ολοκληρωμένο από την αρχή έως το τέλος, ήταν στη γραμμή παραγωγής, στο μοντάρισμα τουρτών. «Πάω στο Χίλτον Δευτέρα, ακόμη το θυμάμαι, κι ένα θηρίο Γερμανός, ο Γιουνγκ, μου λέει: “Πάρε αυτό το παντεσπάνι και φτιάξε μια τούρτα”». Ήταν τυχερός. Η τούρτα του τέλεια, προσλαμβάνεται επιτόπου. Εννοείται πως δεν αποκαλύπτει την έλλειψη γνώσεών του. Πονηρός και καταφερτζής, ό,τι του ζητούν, ρωτά πώς το θέλουν καμωμένο, δήθεν για να μην τους απογοητεύσει.

Όλοι τού έδειχναν. Κι εκείνος σφουγγάρι. «Πανεπιστήμιο ήταν το Χίλτον. Γιατί όλα τα φτιάχναμε εμείς, δεν παίρναμε τίποτα έτοιμο, δεν υπήρχαν και έτοιμα να πάρεις τότε. Ψωμιά, κρέμες, τούρτες, παγωτά, κρουασάν, όλα τα έμαθα εκεί. Ήταν 100 άτομα στην κουζίνα, 9 στο ζαχαροπλαστείο, το περιβάλλον ευρωπαϊκό, αλλά η δουλειά σκληρή. Έβαλα ρόδες κάτω από τα παπούτσια μου. Καθημερινά σερβίραμε εκοντάδες ανθρώπους. Στον σεισμό του ’81 είχαμε αποκριάτικο πάρτι 2.000 ατόμων, όλοι στην κουζίνα φώναζαν “σεισμός” και τους έλεγα “από την κούραση και την υπερένταση είναι, λάθος κάνετε”. Κατάλαβα ότι είχαν δίκιο όταν είδα τις κυρίες να παρατάνε τις γούνες και να τρέχουν να σωθούν». Στο διάλειμμά του δεν ξεκουράζεται, χώνεται στην κρύα κουζίνα, παρακολουθεί τους μάστορες και βοηθά.

Ο πατέρας του, ακόμη τότε στην Πόλη, επιμένει να ανοίξει το δικό του ζαχαροπλαστείο. Πολύ σύντομα η Αθήνα θα δοκιμάσει τη φρέσκια, μοντέρνα ζαχαροπλαστική του Παρλιάρου.

 

Φρεσκάδα

Με λεφτά του πατρός, με τη βοήθεια φίλων, γνωστών και όλης της οικογένειάς του, το 1982 ανοίγει στο ανεβασμένο Κολωνάκι (έχει ψυχανεμιστεί πως εκεί θα βρει το ψαγμένο κοινό γι’ αυτό που θέλει να κάνει) σε ένα υπόγειο στην Αναγνωστοπούλου, πρώην κομμωτήριο, ιδιοκτησία της τραγουδίστριας Γιώτας Βέη, το δικό του μικρό ζαχαροπλαστείο. Το όνομά του Fresh, νονός ένας φίλος. Ένα 24χρονο νιάνιαρο με ελάχιστη προϋπηρεσία, έμελλε να βάλει τους Αθηναίους να αναρωτιούνται τι γλυκά έτρωγαν μέχρι τότε. Δημιουργεί, άθελά του, μια niche αγορά, και μαζί την κόχη του στην ιστορία. Έχει την ενέργεια του πιτσιρικά και μαζί τη στόφα του μεγάλου δημιουργού.

Όλα είναι φρέσκα στο νέο αυτό ζαχαροπλαστείο της πόλης. Το σχέδιό του απλό, αλλά σατανικά έξυπνο, το ένστικτό του αλάνθαστο: τα γλυκά είναι μίνιμαλ, σχετικώς άγλυκα, όλα τα υλικά αγνά, οι κρέμες ελαφρύτερες, φρέσκα φρούτα αντί για κονσέρβας πάνω στις τάρτες, το ντιζάιν μοντέρνο. Έτη φωτός απέχουν από αυτά που πωλούνται στα άλλα ζαχαροπλαστεία. Όλη η Αθήνα μιλάει για το φαινόμενο Παρλιάρος. Ο Τύπος αρχίζει να ασχολείται, δημοσιεύματα. «Είκοσι τεσσάρων χρόνων παιδί αλλάζει τις γεύσεις της Αθήνας», αφιέρωμα στον «Ταχυδρόμο».

Στην πελατεία του συγκαταλέγονται γνωστοί Αθηναίοι, στην Αλίκη αρέσουν οι τάρτες με φράουλες, στη Μελίνα η καρυδόταρτα, μεταξύ άλλων. «Ερχόταν συχνά, έμενε κοντά». Ο Στέλιος τρέχει και δεν φτάνει, το εργαστήρι είναι στους Αμπελοκήπους, τροφοδοτεί το μαγαζί και πηγαίνει τις παραγγελίες με ταξί. Το κουτί ροζ, η κορδέλα πάνινη, το λογότυπο δώρο της γραφίστριας Ερσίλιας Μπαχάουερ. Όλα φρέσκα. Είναι η χρυσή εποχή του Κολωνακίου. Πιάνει φιλίες με επιφανείς Αθηναίους, καλλιτέχνες, διανοουμένους, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες. Τα καλοκαίρια όλη η παρέα ανταμώνει στη Μύκονο. Και πάλι πίσω στην Αθήνα τρέχοντας, δεν είναι αργόσχολος.

Το ντιζάιν των γλυκών εξελίσσεται μαζί με τoν τρόπο κατασκευής τους. Διαβάζει ασταμάτητα, περιοδικά, βιβλία. Κάποια στιγμή «συναντά» τον σπουδαίο Γκαστόν Λενότρ, τον Γάλλο ζαχαροπλάστη που τη δεκαετία του ’60 απομυστικοποίησε τη μεγάλη γαλλική ζαχαροπλαστική, τη μέτρησε, την ανέλυσε, την εκσυγχρόνισε. Γίνεται το ίνδαλμά του. Ακόμη τον μνημονεύει. (Σηκώνεται από την καρέκλα του και πηγαίνει στην τεράστια βιβλιοθήκη που έχει στο στούντιό του. Φέρνει τρία βιβλία του Λενότρ, με ξεχαρβαλωμένα σκληρά εξώφυλλα, μπανταρισμένα με σελοτέιπ. Τα ξεφυλλίζει με θαυμασμό, είναι η Αγία Γραφή του.)

Το 1985 ταξιδεύει στη Γαλλία για να παρακολουθήσει σεμινάρια στη σχολή του Λενότρ. Εντυπωσιάζεται με την οργάνωση, αποκτά πολύτιμες γνώσεις, γυρνώντας ζητά να βρει τσέρκια και φλόγιστρο, τον αντιμετωπίζουν ως παρανοϊκό. Τα βρίσκει, τα επιβάλλει, σήμερα δεν νοείται να φτιάχνεις γλυκά και να μην έχεις τουλάχιστον δύο τσέρκια στην κουζίνα σου.

Γυρίζοντας σελίδα

Με τα χρόνια ανοίγουν και άλλα Fresh, franchise. Το κεντρικό κατάστημα έχει μεταφερθεί στη Σέκερη, τεράστια επένδυση. Όλο μάρμαρο, τα γλυκά εκθέματα σε οριζόντιες βιτρίνες και από κάτω στα συρτάρια τα γλυκά προς πώληση. Το άνοιγμα είναι μεγάλο, δεν το αντέχει. Χρωστάει παντού. Συνεταιρίζεται με λάθος ανθρώπους, μπλέκεται σε μια απίστευτη περιπέτεια. Καταστρέφεται. «Μην τα γράψεις αυτά. Όχι, γράψε ό,τι θες, δεν με νοιάζει». Δεν έχει νόημα. Του έχει μείνει μια μικρή αγωνία γιατί ακόμη ο κόσμος τον συσχετίζει με το Fresh. Για εκείνον είναι ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει προ πολλού.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς του, το ένστικτό του φάρος, τον οδηγεί. Κρατάει την τέχνη του καθαρή, δεν κάνει εκπτώσεις, αρνείται να βάλει νερό στο κρασί του. Και σιγά σιγά επανεφευρίσκει τον εαυτό του. «Καρμπόν ο πατέρας μου», μου λέει κάποια στιγμή. «Και εκείνος είχε καταστραφεί κάποια στιγμή και ξαναστάθηκε στα πόδια του».

Στο μεταξύ, νέος Παρλιάρος δεν έχει υπάρξει, αντιγραφείς πολλοί, επί της ουσίας ουδείς. Η αγορά είναι δική του, την έχει στο χέρι του, όμως ζαχαροπλαστείο δεν θέλει να ξανανοίξει. Ξεκινά τα σεμινάρια, σχεδιάζει την έκδοση ενός βιβλίου. Το 1999 κυκλοφορούν οι «Εύκρατες Γεύσεις». (Μου το φέρνει να το χαζέψω, ωραιότατη έκδοση, με φωτογραφίες που στέκονται και σήμερα.)

Επανεφευρίσκει τον εαυτό του ως media περσόνα, όμως δεν υπερεκτίθεται, πάντοτε σεμνός, σοβαρός, προσηλωμένος στην τέχνη του. Όλοι τον σέβονται γι’ αυτό. Ξεκινά να συνταγογραφεί στο Gourmet της «Ελευθεροτυπίας», μετά έρχεται στην «Καθημερινή». Έχει προηγηθεί η έκδοση αρκετών βιβλίων, το ένα πιο όμορφο από το άλλο, η «Σοκολάτα» του μοσχοπουλάει, τα «Γλυκά με φρούτα», με τα γλυκά σε φόντο λευκό, εργαστηριακό, αντιγράφονται μέχρι σήμερα.

Καταφέρνει κάτι πολύ ιδιαίτερο: γλυκά του δεν μπορείς να φας, δεν φτιάχνει, δεν πουλάει, αναγνωρίζεται όμως από όλους ως ο απόλυτος ζαχαροπλάστης. Παράδοξο, ε; Όχι τόσο, είναι ο ζαχαροπλάστης δάσκαλος, απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα μαθαίνουν τι είναι η μαρίζ και η γκανάς, το οικιακό ρεπερτόριο αλλάζει, η μπίτερ σοκολάτα μπαίνει για τα καλά στη ζωή μας, πλέον στο σπίτι μπορούμε να φτιάξουμε τα πάντα. Η υψηλή τέχνη της ζαχαροπλαστικής γίνεται προσιτή.

Λίγο και καλό

Η έρευνά του διαρκής, ανανεώνεται με ρυθμό και τρόπο που κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει, ταξιδεύει διαρκώς, τα ταξίδια του, οι εμπειρίες του αποτυπώνονται στα βιβλία του, σε θέματα στο περιοδικό του. Μαζί με την επιτυχία, βέβαια, έρχονται και οι γκρίνιες, «δεν βγαίνουν οι συνταγές του, κρατάει μυστικά». Και αν ρωτήσεις τι και πώς, «να, δεν είχα αυτό και έβαλα το τάδε, δεν είχα χρόνο και το άφησα τόσο στο ψυγείο». Τα γλυκά του φτιαγμένα με κανονικά, ατόφια υλικά, οι μερίδες μικραίνουν, αναγκαστικά, δεν γίνεται αλλιώς. Λίγο και καλό.

Οι απαίδευτοι στο γλυκό Έλληνες, εθισμένοι σε γλυκά ζαχαροπλαστείων φτιαγμένα με μείγματα, εκπαιδευόμαστε σιγά σιγά, καλύτερο είναι ένα πυκνό γλυκό από ένα αφράτο, ανούσιο οτιδήποτε. Όχι πως έχει αλλάξει ο κανόνας, πάντως σίγουρα κάτι έχει αλλάξει. Βοηθά και η τηλεόραση. Δέκα χρόνια δεν έχει σταματήσει να κάνει τηλεόραση, η μακροβιότερη, νομίζω, γκουρμέ εκπομπή είναι η δική του. Και μάλιστα με τόσο ειδικό θέμα!

Κάποια στιγμή ανοίγει ξανά μαγαζί, το Sweet Alchemy, στο Κολωνάκι. Δεν είναι ακριβώς ζαχαροπλαστείο, στην αρχή πουλάει μόνο συσκευασμένα, μαρμελάδες, μπισκότα, σοκολατάκια, αλλά και πρώτες ύλες και εργαλεία ζαχαροπλαστικής. Φέρνει και μια μικρή βιτρίνα-ψυγείο με λίγα γλυκά ημέρας. Το ντιζάιν των γλυκών όμορφο, όπως πάντα. Το γενικότερο ντιζάιν το αντιγράφουν. Όπως πάντα.

Η Ελλάδα στο επίκεντρο

Ο Παρλιάρος είναι ο πρώτος που αξιοποίησε τα ελληνικά προϊόντα σε γλυκά σύγχρονα. Φώτισε την αξία τους, αποκάλυψε τις δυνατότητές τους, τα συνταίριαξε με παράταιρα σε πρώτη ανάγνωση υλικά, πάντρεψε τη σοκολάτα με ελαιόλαδο, τη φέτα με μέλι και ζάχαρη, έφτιαξε απίθανα γλυκίσματα με ταχίνι, μαστίχα, ξινοτύρια, ελιές, ακόμα και με τη φάβα έχει παρασκευάσει γλυκό (και ναι, τρώγεται!). Άνοιξε δρόμους, υπάρχει όμως συνέχεια σε όλο αυτό;

«Οι νέοι ζαχαροπλάστες ενδιαφέρονται για γλυκά εστιατορίου, όμως αυτά είναι συνθέσεις, δεν είναι κανονικά γλυκά, δεν έχεις να θυμάσαι τίποτα μετά, δεν έχουν ψυχή. Και αν χρησιμοποιούν ελληνικά υλικά, είναι σαν “πασπάλισμα”, μια επίφαση ελληνικότητας. Ενώ μπορούμε, όπως οι Γάλλοι, να πάρουμε τα παραδοσιακά μας γλυκά, τα αμυγδαλωτά, τους κουραμπιέδες, την καρυδόπιτα, να τα αλλάξουμε, και να τα χρησιμοποιήσουμε ως βάσεις, αντί για παντεσπάνια σε μοντέρνα γλυκά».

Κουβεντιάζουμε τέσσερις ώρες, και όμως είναι λίγες όταν έχεις απέναντί σου έναν ζωντανό θρύλο της ελληνικής γαστρονομίας. Η ιστορία θα το δείξει, αλλά τολμώ να πω πως μετά τον Τσελεμεντέ δεν πρέπει να υπήρξε άλλος πιο επιδραστικός στη χώρα μας σεφ. Του το λέω. «Δεν μου αρέσει ο όρος σεφ, όλοι σεφ είναι πια, ζαχαροπλάστης είμαι», μου απαντά και με γειώνει. ■

Φωτογραφίες: Δημήτρης Βλάικος

——————————————————————————————-

ΑΓΓΕΛΟΣ ΡΕΝΤΟΥΛΑΣ

kathimerini