Απόφαση ζωής για τον 27χρονο Κωνσταντίνο Λιάγκο που επέστρεψε στις ρίζες του, στο νησί που συνυπάρχουν 400 Έλληνες και 9000 Τούρκοι. Ο μοναδικός νέος Έλληνας του νησιού μιλάει για τη νέα πρόκληση στη ζωή του.
Συνέντευξη στην Νικολέτα Αυλωνίτη για το news247
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Παιδί Ιμβρίων, ξεριζωμένων από την Κωνσταντινούπολη το 1964. Οι γονείς έπιασαν τη συνηθισμένη ρότα για την πρωτεύουσα. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, αλλά τα καλοκαίρια πίσω στο νησί. Από εκεί όλες οι καλοκαιρινές αναμνήσεις. Οι ρίζες, οι πατρίδες, οι παρέες.
Ο Κωνσταντίνος Λιάγκος, 27χρονών σήμερα αν και μεγάλωσε στην Αθήνα, πήρε όπως και τόσοι άλλοι την απόφαση να “αποδράσει”. Όχι όμως για μια χώρα του εξωτερικού, όπως οδήγησαν τα χρόνια της κρίσης τους περισσότερους, αλλά στο νησί της καρδιάς του.
Στο νησί όπου συνυπάρχουν αρμονικά Έλληνες και Τούρκοι. Μια συνύπαρξη δεκαετιών που, όπως δείχνει η καθημερινότητα, δεν την αγγίζουν και δεν τη φθείρουν πολιτικές και εθνικιστικά πάθη. Έστω και αν σε περιόδους κρίσεως μεταξύ των δύο χωρών η ένταση περνάει στις συζητήσεις των παλαιότερων γενεών στα καφενεία. Μετά, όμως, και πάλι φίλοι.
Η απόφαση για τον Κώστα δεν πάρθηκε με παρορμητισμό. Άλλωστε, πάντα γοητευόταν από τους χαλαρούς, τους ανθρώπινους ρυθμούς του νησιού. Συγκεκριμένα, πριν από δύο χρόνια δόθηκε η ευκαιρία για το πρώτο βήμα και δεν της γύρισε την πλάτη.
Έτσι, το καλοκαίρι του 2016, έπειτα από επαγγελματική πρόταση, έφτασε στο Gökçeada, όπως λέγεται στα τουρκικά η Ίμβρος, για να δουλέψει ως μάγειρας σε εστιατόριο: “δεν ήταν στα σχέδια μου να φύγω από την Αθήνα για να μείνω μόνιμα στην Ίμβρο. Ήρθα για την καλοκαιρινή περίοδο και με το πέρασμα του χρόνου άρχισα να το σκέφτομαι. Βρήκα και τον χειμώνα δουλειά σε σχολείο, ε και αυτό ήταν…έμεινα”
Μακριά, πλέον, από τα συνωστισμένα λεωφορεία και το άγχος της δουλειάς, η φύση τον βοηθάει να σκέφτεται τί θέλει, τί χρειάζεται. Ωστόσο, ο ίδιος παραδέχεται πως η καθημερινή ζωή για έναν νέο άνθρωπο της πόλης στην Ίμβρο έχει τις δυσκολίες της. Πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ο μοναδικός νέος ενήλικας στην ελληνική μειονότητα καθώς συμβαίνει το παράδοξο αλλά όχι και δύσκολα εξηγήσιμο να έχουν “εξαφανιστεί” από το νησί οι ηλικίες από 18 έως 40.
Όπως μας λέει ο 27χρονος “στα Αγρίδια και στους Αγίους Θεοδώρους, τα δύο χωριά, στα οποία επαναλειτουργεί ελληνικό σχολείο και, κατά κύριο λόγο, μένουν Έλληνες, συναντάς είτε παιδιά μέχρι 17 ετών είτε άτομα άνω των 40 ετών. Την ίδια ώρα, στο νησί λειτουργούν δύο τουρκικά πανεπιστήμια και, επομένως, υπάρχουν πολλοί Τούρκοι συνομήλικοι. Κάνω παρέα μαζί τους αλλά το γεγονός ότι δεν μιλάω άπταιστα τη γλώσσα, αυτό με εμποδίζει από το να καταλαβαίνω τα αστεία τους, να μπαίνω σε σοβαρή συζήτηση κτλ.”. Όλα έχουν όμως και το “αντίδοτο” τους και στην συγκεκριμένη περίπτωση η τεχνολογία βοηθάει αρκετά: “ευτυχώς που υπάρχει και το Ίντερνετ και μιλάω με τους φίλους μου από την Αθήνα”.
Αυτό φυσικά δεν είναι το μόνο πρόβλημα της ζωής στην Ίμβρο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: “το καλοκαίρι υπάρχει λειψυδρία και το χειμώνα υπάρχει πρόβλημα με την ηλεκτροδότηση καθώς το ρεύμα πέφτει πολύ συχνά για ώρες ακόμα και για ημέρες. Γι’ αυτό το λόγο κουβαλάμε πάντα μαζί μας έναν φακό.
Και πάλι, όμως, δεν είναι αυτό το οποίο με ταλαιπωρεί. Αυτό που με φοβίζει είναι μην τυχόν και προκαλέσει πρόβλημα στις ηλεκτρικές συσκευές γιατί αν χαλάσει κάτι τότε πρέπει να περιμένεις από κάποιον συγχωριανό σου να πάει στην Ελλάδα ή στην Κωνσταντινούπολη και να στο φέρει ή να βρούμε από εκεί τα ανταλλακτικά και να το επισκευάσουν”. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν μετανιώνει για την επιλογή του.
Αφήσαμε τις διαφορές μας πίσω
Αδιαμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον αποκτά η συζήτηση όταν το θέμα έρχεται στην πολυδοκιμασμένη σχέση των Τούρκων – Ελλήνων και την συνύπαρξη τους στο νησί. “Η νέα γενιά Τούρκων και Ελλήνων έχει αφήσει πίσω τις διαφορές του παρελθόντος, σε αντίθεση με τις παλαιότερες γενιές. Αυτό είναι κάτι που με απογοητεύει.,
Θα ήταν πολύ πιο ευχάριστο δύο χώρες να είναι φιλικές μεταξύ τους. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτοί που καλλιέργησαν την έχθρα και τη διχόνοια δεν είναι πλέον εν ζωή.
Ό,τι έγινε έγινε και δεν αλλάζει. Το μέλλον είμαστε εμείς και θέλουμε εμείς να αποφασίσουμε πως θα ζήσουμε τη ζωή μας”, τονίζει ο κύριος Λιάγκος. Στην ερώτηση μας αν η κλιμάκωση της έντασης που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα από την πλευρά της Τουρκίας προκαλεί ανησυχία στους κατοίκους, η απάντηση του είναι μάλλον αφοπλιστική: “δεν έχω διαισθανθεί κάτι τέτοιο. Αυτά περισσότερο γίνονται αντικείμενο συζήτησης στα media και, ίσως, στις μεγάλες πόλεις”. Αυτό, τουλάχιστον, εισπράττει από τις συναναστροφές του με τους νεότερους Τούρκους.
Είναι η διαφορά νοοτροπίας από γενιά σε γενιά. Ο χρόνος και η ίδια η ζωή. Για αυτό εξάλλου το κλίμα αλλάζει στα καφενεία. Ο 80χρονος οινοποιός, Γιώργος Ζαρμπουζάνης, μιλώντας στο News 24/7 περιγράφει μια κάπως πιο βαριά ατμόσφαιρα: “στα καφενεία οι τόνοι ανεβαίνουν κάθε φορά που προκύπτει αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών. Και σου λένε ακόμα και οι καλύτεροι σήμερα φίλοι Τούρκοι ‘να ξέρεις οι δικοί σας μας πήραν τα νησιά, ή έκαναν εκείνο, το άλλο’. Υπάρχει, λοιπόν, μια μικρή αναστάτωση τελευταία για το τί θα γίνει, είθε, όμως, να μην προκύψει τίποτα”.
Ο κύριος Ζαρμπουζάνης, γέννημα θρέμμα της Ίμβρου, έζησε κάθε πτυχή της ιστορίας του νησιού. Από την χρυσή εποχή του- η οποία χαρακτηριζόταν, κυρίως, από την άνθιση της εκπαίδευσης- μέχρι και τις δραματικές απελάσεις των Ελλήνων. “Υπήρχε συναγωνισμός για το ποιος θα στείλει τα περισσότερα παιδιά του στο σχολείο.
Το τουρκικό κράτος γνώριζε την αχίλλειο πτέρνα μας και μας χτύπησε εκεί ακριβώς, όταν το 1964 έκλεισε τα ελληνικά σχολεία”, δηλώνει γεμάτος συγκίνηση ο κύριος Ζαρμπουζάνης.
Η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας, με την υπ’ αρ. 35 της 27ης Μαΐου του 1964 απόφαση της, έθεσε σε εφαρμογή το “Eritme Programi” ή “Πρόγραμμα Διάλυσης” της ελληνικότητας των νησιών Ίμβρου και Τενέδου. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο κύριος Ζαρμπουζάνης “το Πρόγραμμα αυτό αλλά και ο τρόπος εφαρμογής του δεν ανακοινώθηκε ποτέ επισήμως στις αρχές της Ίμβρου και αυτό γιατί αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης”. Απώτερος σκοπός του ήταν ο αφελληνισμός των νησιών, γεγονός που επιτεύχθηκε μέσα από μια σειρά πολιτικών.
“Μας απαλλοτρίωσαν το 90% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων μας. Άξιζε το χωράφι σου δέκα λίρες και σου έδιναν μία. Ήταν μάλιστα, τόσο πονηροί που λίγους μήνες πριν εφαρμοστεί το Πρόγραμμα είχε δοθεί εντολή να δηλώσουμε τα κτήματα μας. Οι Τούρκοι κρατικοί υπάλληλοι ήρθαν τάχα να μας συμβουλεύσουν πως δεν πρέπει να δηλώσουμε την πραγματική αξία τους αλλά χαμηλότερη ώστε να αποφύγουμε την μελλοντική επιβολή υψηλού φόρου. Πέσαμε, λοιπόν, στη παγίδα αυτή και όταν έγινε η απαλλοτρίωση πήραμε ελάχιστα χρήματα της αξίας των στρεμμάτων μας. Μάλιστα, η απαλλοτρίωση έγινε το καλοκαίρι για να μείνει ο κόσμος με δίχως φαγητό”, εξηγεί.
Η ελληνική γλώσσα υπό διωγμόν
Ταυτόχρονα, απαγορεύθηκε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία και καθαιρέθηκαν οι Έλληνες δάσκαλοι. “Οι Τούρκοι εκπαιδευτικοί ανάγκαζαν τα ελληνόπουλα να αλλάξουν το όνομα τους σε τουρκικό ενώ τις περισσότερες φορές δεν έκαναν μάθημα με αποτέλεσμα οι οικογένειες να μεταναστεύουν προς την Κωνσταντινούπολη ή την Ελλάδα για να μην μείνουν τα παιδιά αμόρφωτα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο αδερφός μου”. Επιπλέον, ιδρύθηκαν συνοικισμοί και χωριά από Τούρκους εποίκους που ήρθαν από τα βάθη της Ανατολίας, και οι οποίοι “έμπαιναν στα άδεια σπίτια των εκδιωγμένων Ελλήνων και, έκτοτε, κανένας δεν μπόρεσε να τους βγάλει”.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με την δημιουργία ανοικτών αγροτικών φυλακών στο Σχοινούδι, το μεγαλύτερο χωριό της Ίμβρου, και τη μεταφορά σε αυτές βαρυποινιτών, οι οποίοι επιδόθηκαν σε εγκληματικές πράξεις εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων.
“Επικρατούσε κλίμα τρομοκρατίας και ο κόσμος φοβόταν να αντιδράσει. Εκείνο το διάστημα δολοφονήθηκαν 11 άτομα και ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες. Λεηλατούσαν τις εκκλησίες μας, έσφαζαν τα ζώα μας, έπαιρναν το φαγητό από τα σπίτια μας”, περιγράφει ο κύριος Ζαρμπουζάνης και τονίζει πως “η συνύπαρξη μαζί τους τότε ήταν δύσκολη. Μας έβλεπαν ως κατώτερους, ως μία κοινωνία που έπρεπε να χαθεί από το νησί. Με το πέρασμα του χρόνου, οι διαφορές παραμερίστηκαν, όμως, η πικρία, δεν έφυγε από μέσα μας”.
Εμφανώς συγκινημένος ο κ. Ζαρμπουζάνης θυμάται τη μέρα που αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής: “δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που πήγαμε για τελευταία φορά στην λειτουργία της εκκλησίας της Αγίας Άννας. Στο τέλος της λειτουργίας, μαζέψαμε τα εικονίσματα, κλείσαμε την εκκλησία και μπροστά ο παπάς πάνω στο γαϊδούρι και ο ένας πίσω από τον άλλον 200 άτομα πήραμε το δρόμο της επιστροφής, γνωρίζοντας ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ”.
Και μετά τη συγκίνηση ήρθε το ξέσπασμα η επίκριση, το κατηγορώ κατά της ελληνικής κυβέρνησης καθώς, όπως είπε, ποτέ δεν έδωσε τη βοήθεια που περίμεναν οι κάτοικοι της Ίμβρου: “αντιθέτως, η κυνική απάντηση που λάβαμε όταν απευθυνθήκαμε στους κυβερνώντες ήταν πως ‘πρέπει να σκεφτούμε την Κύπρο τώρα, δεν μπορούμε να σκεφθούμε δέκα οικογένειες ψαράδων στη Ίμβρο’. Και ήμασταν 8.000. Την ίδια ώρα, ο κόσμος έφευγε με τις βάρκες για Σαμοθράκη ή Λήμνο και όταν έφθαναν εκεί, τους έλεγαν ‘τί θέλετε και ήρθατε’;
Το Πατριαρχείο, επίσης, μας προκάλεσε προβλήματα. Δεν έδινε θεώρηση στους Ιμβρίους για να έρθουν στην Ελλάδα. Και αυτό για να μην χάσουν το πλήρωμα της Εκκλησίας στην Ίμβρο. Τότε, ήμουν πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης και πήγαινα κάθε μέρα στο Προξενείο και παρακαλούσα να δώσουν θεωρήσεις. Αν οι Ίμβριοι τότε μπορούσαν να πάρουν βίζα και να φύγουν επίσημα, δεν θα έχαναν τα δικαιώματα τους στο νησί. Γιατί όσοι έφυγαν με τις βάρκες, τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα και δεν έχουν πια δικαιώματα. Αυτό είναι το παράπονο των Ιμβρίων απέναντι στη μητέρα Ελλάδα και στην Εκκλησία”.
Το 1974 με τη τουρκική εισβολή στη Κύπρο, ο εφιάλτης αναβίωσε. “Ο τουρκικός στρατός μετέβη και στην Ίμβρο και στην Τένεδο για να κατατρομάξει τον κόσμο που είχε απομείνει και να φύγει. Όπου έβλεπαν Έλληνα τον έδερναν. Άρχισαν πάλι να σκοτώνουν τα ζώα μας, γίνονταν βιασμοί, απαγορευόταν η συγκέντρωση στα μαγαζιά”, αναφέρει η Γιώτα Πρίγκου.
Σήμερα, η αίσθηση στο νησί ότι κάτι έχει αλλάξει είναι διάχυτη. Ενώ μέχρι πρότινος οι Έλληνες στην Ίμβρο ήταν στη πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, η επαναλειτουργία, πριν λίγα χρόνια, του ελληνικoύ σχολείου συνέβαλε στην επιστροφή του κόσμου. 400 Έλληνες και 9000 Τούρκοι κατοικούν πλέον στο νησί. “Πριν ακούγαμε μόνο τα βελάσματα των κατσικιών. Τώρα θυμηθήκαμε πάλι πως είναι οι παιδικές φωνές. Το δε καλοκαίρι έρχονται από την Αθήνα, την Αμερική, την Αυστραλία, ξανά ανοίγουν τα σπίτια τους και το νησί ζωντανεύει. Από εκεί που στο χωριό ήμασταν το καλοκαίρι μόνο 22 άτομα τώρα μαζευόμαστε 700. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία για εμάς”, καταλήγει ο κύριος Ζαρμπουζάνης.
*Ευχαριστούμε πολύ τον Σύλλογο Ιμβρίων για την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού.
————————————————————————————-
Νικολέτα Αυλωνίτη-News 24/7