Μια συναρπαστική συνέντευξή του στον Χρήστο Παρίδη στη LIFO, πριν το θανατό του( έφυγε από τη ζωή στα 90 του χρόνια στις 17 Οκτ.2018) , σε μια προσπάθεια αποτίμησης του εξαιρετικού (και αχανούς) έργου του.
Εικόνες βγαλμένες από τη σκληρή ποίηση του μόχθου, της ανέχειας, της επιβίωσης, της μανιασμένης δίψας για ζωή, του θανάτου. Εικόνες-σπαράγματα μιας εποχής οριστικά και ανεπιστρεπτί χαμένης. Μιας εποχής εξωφρενικά αξιοπρεπούς όσο και αναξιοπρεπούς (απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων), μεγαλόψυχης όσο και μικρόψυχης.
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Η Κωνσταντινούπολη της εξαθλίωσης, της παράδοσης, καταγραφή-μαρτυρία της φτωχολογιάς του ’50, του ’60 και του ’70. Άνθρωποι στη δουλειά, δουλειές που στο μεταξύ εξαφανίστηκαν, άνθρωποι σε σκουπιδότοπους, άνθρωποι-σκουπίδια, ζωές ρημαγμένες, ζωές χωρίς σημασία, ζωές με σημασία: στο κρύο, στη ζέστη, ανοιχτά στη θάλασσα, στην πόλη, στον δρόμο, ένα με τον δρόμο. Οι φωτογραφίες του κορυφαίου φωτογράφου της Τουρκίας και ενός εκ των σημαντικότερων του 20ού αιώνα, του Αρά Γκιουλέρ.
Τον συνάντησα στο café που φέρει το όνομά του, ένα από τα ωραιότερα στέκια νεαρών φιλότεχνων και διανοούμενων της νέας αστικής τάξης της Πόλης, στο ισόγειο ενός τρίπατου παλιού αρχοντικού, του πατρικού του.
Στη σάλα του café ARA ο νεαρόκοσμος χαίρεται να τον βλέπει ανάμεσά του: τον πλησιάζουν, τον χαιρετούν, του μιλάνε, είναι φανερό ότι τον σέβονται απεριόριστα. Είναι ένας ζωντανός μύθος της τουρκικής κοινωνίας. Με θητεία σαράντα και πλέον χρόνων στο φωτορεπορτάζ, εξακολουθεί να φωτογραφίζει, να ταξιδεύει. Ακούραστος, αστείρευτος, οργώνει την Τουρκία, τρέχει όπου του ζητηθεί, είτε για δουλειά είτε για τιμητικές εκδηλώσεις. Την επομένη του ραντεβού μου μαζί του θα πετούσε για τη Βρέμη, για να παρευρεθεί στα εγκαίνια μιας μεγάλης δικής του αναδρομικής έκθεσης.
Ανεβαίνω στο τρίτο πάτωμα, παρακάμπτοντας για την ώρα τα δύο πρώτα που αποτελούν το Μουσείο Güler, για να εισβάλω στα άδυτα του γραφείου-αρχείου. Εκατοντάδες χιλιάδες φωτογραφίες και αρνητικά, από τα πρώιμα χρόνια μέχρι σήμερα, αρχειοθετημένα κατά θεματολογία, περίοδο, τομέα, περιοχή, χώρα, ήπειρο, καθώς η διεθνής καριέρα του τον ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου, προκειμένου να φωτογραφίσει για μερικά από τα σημαντικότερα έντυπα τις πλέον απίθανες πλευρές και γωνιές του πλανήτη.
Στο διάστημα των δύο ωρών που πέρασα μαζί του αποδείχτηκε άνθρωπος ιδιαίτερα ευφυής, οπωσδήποτε χαρισματικός, με το θάρρος της γνώμης του, χωρατατζής, σαρκαστικός, απομυθοποιητικός για όλα, για όλους και για τον εαυτό του, σαρωτικός…
Είναι γόνος αστικής οικογένειας αρμενικής καταγωγής του Μπέγιογλου, του παραδοσιακά πλούσιου κέντρου της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας του διατηρούσε ένα από τα πιο γνωστά φαρμακεία του Γαλατασαράι, μια εποχή που έβριθε από Έλληνες, Αρμένιους κι Εβραίους.
Το όνειρο του πατέρα, φυσικά, ήταν να τον δει συνεχιστή της επιχείρησης ή, ακόμα καλύτερα, με καριέρα γιατρού. Το όνειρο του Αρά ήταν να γίνει σκηνοθέτης του κινηματογράφου! Φοιτητής Οικονομικών ακόμα, αναλαμβάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού στα κινηματογραφικά πλατό, ενώ για να μεθοδεύσει τον στόχο του, ξεκινάει μαθήματα στη σχολή του θεμελιωτή του τουρκικού θεάτρου, Mushin Ertugrul.
Σύντομα συνειδητοποιεί ότι η μαγεία που ένιωθε βλέποντας τις ταινίες του Χόλιγουντ των παιδικών του χρόνων ήταν μια πλάνη. «Το μεν θέατρο απαιτεί απόλυτη αφοσίωση, ο δε κινηματογράφος είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Πρέπει να δημιουργήσεις μια ολόκληρη πραγματικότητα εκ του μηδενός. Να δώσεις ζωή σε κάτι που έχεις στο μυαλό σου. Εμένα αυτό δεν με ενδιέφερε. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η αλήθεια, η πραγματικότητα. Αυτό το βρήκα στη φωτογραφία.Έχεις γύρω σου την πραγματικότητα και καλείσαι να την αιχμαλωτίσεις» μου εξηγεί, εξηγώντας τη στροφή που πήρε στα είκοσι τέσσερά του, τους λόγους που αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία έπιασε δουλειά στη «Yeni Istanbul», την εφημερίδα που αργότερα θα εξελισσόταν στον κολοσσό «Hürriyet», αν και λίγο αργότερα πήρε μεταγραφή, για να θριαμβεύσει ως υπεύθυνος φωτογραφικού, στο περιοδικό «Hayat».
Η καλλιέργεια και οι σπουδές του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της δουλειάς του από την αρχή. «Ό,τι είσαι αποτελεί το background σου. Αυτό κάνει τη διαφορά. Εγώ μεγάλωσα στην Πόλη, διαφέρω από κάποιον που ήρθε από την Ανατολή. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν κανένα background. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα!».
Η καίρια ματιά του, η αυθεντικότητα των εικόνων του και η σύλληψη της στιγμής τον ανάγουν στον πιο ξεχωριστό φωτογράφο της γενιάς του και η φήμη του σύντομα ξεπερνάει τα σύνορα της Τουρκίας. Το TIME-LIFE τον κάνει επίσημο ανταποκριτή του στη Μέση Ανατολή. Ακολουθούν το «Paris Match» και το «Stern», των οποίων γίνεται σταθερός συνεργάτης.
Συγχρόνως, τα πηγαινέλα στο Παρίσι τον φέρνουν σε επαφή με σημαντικούς ομότεχνούς του και γίνεται αποδεκτός από μια ξεχωριστή παρέα. Χρίζεται μέλος του μικρού ακόμα τότε πρακτορείου των Cartier-Bresson και Capa, του θρυλικού, σήμερα, Magnum. Εντοπίζουν στην οπτική του την «καθοριστική στιγμή», αναγνωρίσιμο στοιχείο και στη δική τους δουλειά, κι έτσι αναλαμβάνουν τη μεταπώληση θεμάτων που έχει δημοσιεύσει ήδη.
Τον ρωτάω αν η σχέση του μαζί τους τον κατηύθυνε στυλιστικά. «Το θέμα είναι εκείνο που καθορίζει κάθε φορά τη φωτογραφία. Η Magnum ασχολούνταν περισσότερο με την actualité, αλλά το στυλ Magnum δεν είναι παρά το στυλ που δημιουργήσαμε όλοι μαζί, η δική μου γενιά του ’50. Επειδή ήμασταν αυτό που ήμασταν, η Magnum έγινε αυτό που έγινε. Όχι από τους κανόνες. Και ποιος να τους καθορίσει; Καταλάβαινε τίποτα ο Capa από φωτογραφία; Τι να καταλάβει; Ήταν ο χειρότερος φωτογράφος του κόσμου!». Μη περιμένοντας τέτοια οργίλη απαξίωση για έναν άλλο μύθο της φωτογραφικής κοινότητας, μεταπηδάω στο αιώνιο ζήτημα:
«Είναι ή δεν είναι η φωτογραφία τέχνη»; Νέα έκρηξη με την απαράμιλλη προφορά Ανατολίτη μετανάστη πρώτης γενιάς από το Μπρούκλιν: «Η φωτογραφία μοιάζει με τέχνη, αλλά δεν είναι. Είναι πολύ εύκολο να παίξεις με τη φωτογραφία, αλλά από πού κι ως πού είναι τέχνη; Η μουσική είναι τέχνη! Η τέχνη είναι ακριβώς το αντίθετο από τη φωτογραφία. Κατασκευάζει πραγματικότητες, δεν είναι η αλήθεια, ένα επιτηδευμένο πράγμα είναι. Οι φωτογράφοι θέλουν να πιστεύουν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο και λένε ότι κάνουν τέχνη! Είναι κανείς τους Μπετόβεν; Μότσαρτ; Ακούς εκεί, καλλιτέχνες! Εγώ μισώ την τέχνη! Μπερδεύετε τη ζωγραφική με τη φωτογραφία, ενώ βασίζονται σε διαφορετικούς κανόνες. Στη ζωγραφική το ζητούμενο είναι μια καλή σύνθεση. Στη φωτογραφία το ζητούμενο είναι η σχέση ισορροπίας και αντίθεσης. Κι όταν ένα συναίσθημα, μια σκέψη, διαπερνούν το χαρτί, έχουμε μια καλή φωτογραφία».
«Χρειάζεται ταλέντο ακόμα και γι’ αυτό πάντως» διατείνομαι με τη σειρά μου, για να ακολουθήσει μια απρόσμενη απάντηση. «Δεν πιστεύω στο ταλέντο. Ίσως… λίγο. Σου το είπα, οι φωτογράφοι δεν είμαστε τίποτα το σπουδαίο. Δεν είμαστε τίποτα!». «Μα, όλα αυτά θέλουν ταλέντο, ένστικτο. Δεν δημιουργήσατε τυχαία όλες αυτές τις λήψεις» επιμένω.
«Τυχαία!» μου απαντάει, και ξεσπάει σε γέλια. «Άκου, εγώ είμαι δημοσιογράφος, δεν είμαι φωτογράφος! Η αληθινή δημοσιογραφία είναι η φωτογραφία. Νομίζεις πως όσοι γράφουν είναι δημοσιογράφοι; Δεν είναι! Πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Βιετνάμ; Ή σε οποιονδήποτε πόλεμο; Ο γραφιάς θα μιλήσει για 6, τη στιγμή που ο φωτογράφος θα δείξει 96».
Υπενθυμίζοντάς του ότι τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει η τηλεόραση πια, μου λέει: «Ναι, αλλά για την τηλεόραση είναι όλα είδηση. Ξεμπερδεύουν σε λίγα λεπτά με την είδηση. Εμείς είμαστε οι καταγραφείς της Ιστορίας. Εγώ τι κάνω; Ταξιδεύω στον κόσμο και τον καταγράφω. Συλλέγω ντοκουμέντα, είμαι ο καταγραφέας της εποχής μου».
Ήδη βραβευμένος τη δεκαετία του ’60 με τον τίτλο «Master of Leica» και έχοντας ανακηρυχθεί από το «Photography Annual» ένας από τους επτά σημαντικότερους φωτογράφους του κόσμου, οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα για τον Γκιουλέρ. Προσωπικότητες, διασημότητες κάθε είδους δέχονται να ποζάρουν μπροστά στον φακό του.
Παρών κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ των Καννών, απαθανατίζει τους μεγαλύτερους σταρ, σκηνοθέτες και καλλιτέχνες της εποχής. Εισβάλλει στο «Χριστίνα» (σε στάση της θρυλικής θαλαμηγού στην Πόλη) και φωτογραφίζει την Κάλλας, τους Τσώρτσιλ, τον Ωνάση («το ΤΙΜΕ άνοιγε όλες τις πόρτες έτσι κι αλλιώς, τζάνουμ, αν έλεγα ότι ήμουν της Magnum θα με πετούσαν έξω»), είναι παρών στα γυρίσματα του «Τοπ Καπί» με τη Μελίνα και τον Ντασέν («καλά, τη Μελίνα την ήξερα από παλιά, ήταν πολύ φίλος μου ο Γιώργος Παππάς»), βοηθάει τον Καζάν να ολοκληρώσει το «America America» όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας απαγορεύει τα γυρίσματα, θεωρώντας την ταινία αντι-τουρκική. «Τα μάζεψε και πήγε αλλού, νομίζω στην Ελλάδα. Χρειαζόταν όμως να αναπαραστήσει το λιμάνι με τους χαμάληδες των αρχών του αιώνα. Βασίστηκε σε φωτογραφίες που του έδωσα εγώ. Όταν αργότερα πήγα σπίτι του στη Νέα Υόρκη, οι ίδιες φωτογραφίες κρέμονταν σε όλο το σπίτι».
Γέννημα-θρέμμα Πολίτης, με τους Έλληνες τα είχε ανέκαθεν καλά. Ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα, γίνεται φίλος και ανταποκριτής της Ελένης Βλάχου στις «Εικόνες» – χρόνια αργότερα θα φωτογραφίσει και τα Μετέωρα, κατόπιν ανάθεσης του φίλου του, Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Ως Αρμένιος είναι πολίτης του κόσμου, κάτι που κάθε φορά που του το επισημαίνω αποφεύγει να σχολιάσει: «Δεν έχω εθνικότητα, είμαι εναντίον των εθνών, δεν έχουν σημασία αυτά…». Φεύγει για μεγάλα διαστήματα από την Τουρκία, ζει ανάμεσα σε Παρίσι, Λονδίνο και Νέα Υόρκη – εκθέσεις, βραβεία, αναθέσεις, εκδόσεις.
Η φήμη του ταξιδεύει μαζί του. Ως μέλος της American Society of Magazine Photographers φωτογραφίζει τους διασημότερους Αμερικανούς, μια ενότητα που γίνεται έκθεση και βιβλίο υπό τον τίτλο «Creative Americans», για τον λόρδο Κίνρος και την εξαιρετική του έκδοση φωτογραφίζει την Αγιά Σοφιά, ενώ όλο και ισχυρότερα έντυπα, ένα εκ των οποίων και το «National Geographic», όπως και εκδοτικοί οίκοι, τον στέλνουν στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου, από τη Μαλαισία μέχρι τη Νέα Γουινέα και από το Τσαντ μέχρι τη Μογγολία.
Στα αναρίθμητα ταξίδια του ο φακός του, η καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, παραμένουν ίδια, πάντα σε αναζήτηση της αλήθειας, του αινίγματος της ανθρώπινης μοίρας, των κοινών στοιχείων που ενώνουν όλους μας, όλους τους ανθρώπους απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη. Για τον δυτικό κόσμο, βέβαια, δεν τρέφει τα καλύτερα αισθήματα: «Τη μισώ την Ευρώπη! Ποιος καταδίκασε την Ινδία, την Αφρική στη φτώχεια; Όλα τα κακά του καπιταλισμού ξεκίνησαν στην Ευρώπη. Ποιοι ήταν οι ιμπεριαλιστές; Τι έκαναν οι Ισπανοί τον 16ο αιώνα; Ποιοι αφάνισαν τους Μάγιας και τους Αζτέκους; Τι έκαναν οι χριστιανοί όταν πήγαν να κατακτήσουν; Σκότωσαν!».
Μου παραθέτει μια σειρά γνωστών επιχειρημάτων, που όμως δείχνουν ότι πρόκειται για κάποιον που τον πονάει η διάβρωση των αρχέγονων πολιτισμών από τη λαίλαπα του δυτικού μοντέλου. Τον ρωτάω για τη σχέση του με τους διανοούμενους και αν θεωρεί τον εαυτό του Αριστερό. «Οι διανοούμενοι είναι όλο λόγια. Μπλα, μπλα, μπλα, μπλα! Ναι, είμαι Αριστερός. Και λοιπόν; Οι πλούσιοι ήταν πάντα σοσιαλιστές. Πριν από 20 χρόνια, όπου κι αν πήγαινα, όλοι δήλωναν σοσιαλιστές. Στη Γαλλία, στην Ελλάδα, παντού! Τώρα, όλοι γεράσαμε, δεν είμαστε τίποτα».
Στον τοίχο του γραφείου του, πάνω από το κεφάλι του, είναι τοποθετημένα πορτρέτα προσωπικοτήτων, όπως ο Πικάσο, ο Νταλί, ο Πρεβέρ, ο Ινονού, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Παρατζάνοφ. «Σπουδαίος σκηνοθέτης και καλός φίλος» μου λέει για τον τελευταίο. «Όλοι φίλοι μου είναι. Και του Τένεσι Ουίλιαμς, όταν ήρθε εδώ, εγώ του ’δειξα τα χαμάμ…».
«Σημαντικοί άνθρωποι» σχολιάζω. «Τι σημαντικοί άνθρωποι, τζάνουμ; Τι σημαντικό έκαναν για την ανθρωπότητα; Έκαναν κάτι που άλλαξε την Ιστορία; Σημαντικός είναι ο Στίβεν Χόκινγκ, ο Μπιλ Γκέιτς. Ξέρεις γιατί ο Γκέιτς είναι σημαντικός; Νομίζεις επειδή δημιούργησε τη Microsoft; Όχι, βέβαια! Είναι σημαντικός γιατί αρχειοθέτησε ολόκληρη τη γνώση της ανθρωπότητας. Ολόκληρη την ανθρώπινη μνήμη!».
«Σέβεστε κάποιον από τους ομότεχνούς σας; Κάποιον που πλησιάζει τα στάνταρ αυτά;» τον ρωτάω. Μου απαντάει: «Τον W. Eugene Smith, τον ανταποκριτή στον Νότιο Ειρηνικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φωτογράφισε τον Άλμπερτ Σβάιτσερ στην Αφρική. Ο σπουδαιότερος όλων μας! Ο Cartier-Bresson και ο Kοudelka είναι, επίσης, θαυμάσιοι. Καλύτερο φωτογράφο του κόσμου σήμερα θεωρώ τον Salgado. Ένας πραγματικός φωτογράφος. Όχι σαν τον Doisneau, που όλα τα σκηνοθετούσε».
Ο ίδιος ο Γκιουλέρ, βέβαια, υπογράφει τις πολυτελέστερες εκδόσεις που βγαίνουν στην Τουρκία. Ένα από τα ελκυστικότερα πρότζεκτ που ανέλαβε και το οποίο ανέδειξε τον πολιτισμό της χώρας του ήταν η φωτογράφιση όλων των οικοδομημάτων του αρχιτέκτονα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκλεκτού του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, Μιμάρ Σινάν.
«Σας ενδιαφέρει η υστεροφημία;» τον ρωτάω. «Το έργο μου, ναι, θέλω να επιζήσει, αλλά… τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Δημιουργείς και μετά έρχεται μια καταστροφή, ένας σεισμός και τα ισοπεδώνει όλα. Τι άφησαν πίσω τους οι Ίνκας; Πόσοι άνθρωποι ξέρουν τον Πικάσο; Πόσοι ξέρουν τον Παστέρ; Εννοώ, σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα όλα θα αλλάξουν. Η φωτογραφία πεθαίνει. Θα μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Σήμερα η κάμερα καταγράφει την πραγματικότητα. Στο άμεσο μέλλον ή σε εκατό χρόνια κάτι άλλο θα πάρει τη θέση της. Ίσως οι άνθρωποι να μη χρειάζονται καν εφημερίδες. Ο Σαίξπηρ δεν θα διαβάζεται. Η ζωγραφική θα πεθάνει επίσης. Σε λίγο δεν θα χρειαζόμαστε τον Βελάσκες ή τον Ρενουάρ. Έτσι κι αλλιώς, η μεγάλη τέχνη ήταν πάντα για τους λίγους. Μόνο η μουσική θα επιζήσει. Ολόκληρη η mentalité θα αλλάξει, γιατί η οικονομία που καθορίζει τα πάντα θα αλλάξει. Το χρήμα είναι πάντα το ζητούμενο. Το είδος της εξουσίας θα αλλάξει κι αυτό. Νομίζω ότι όλα θα θυμίζουν τον “Νέο γενναίο κόσμο” του Χάξλεϊ».
Παρόλο τον κυνισμό των σκέψεών του, δεν δείχνει καμιά απογοήτευση. Μιλάει έχοντας επίγνωση του ότι τίποτα δεν μένει για πάντα, ότι όλα και όλοι γίνονται σκόνη.
«Εσείς, πάντως, αφήνετε υπέροχες εικόνες, καταγραφή μιας εποχής που είναι ήδη παρελθόν» του λέω, και συνεχίζω «για πολλά χρόνια ακόμα θα τις βλέπουν και…», «… δεν θα καταλαβαίνουν τίποτα!» συμπληρώνει. «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άχρηστοι. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Περπατάω καμιά φορά στην Πλάκα και βλέπω κόσμο να κοιτάζει την Ακρόπολη. Πόσοι από αυτούς νομίζεις ότι καταλαβαίνουν τη σημασία της; Το βλέπω στα μάτια τους ότι δεν ξέρουν τι βλέπουν. Είμαστε ένα τίποτα. Δεν έχετε υποχρέωση να κάνετε τίποτα!» λέει και ξεσπάει σε γέλια, απολαμβάνοντας την αιρετικότητα των απόψεών του.
Λίγο αργότερα, στους χώρους του μουσείου του, μπροστά σε μερικές από τις διασημότερες φωτογραφίες του, μένω άναυδος μπροστά στη δύναμη και τον λυρισμό των εικόνων.
Στέκομαι σε μερικές από αυτές: κάψιμο νεκρών στη Βεγγάζη, κυνηγοί κεφαλών στη Βόρνεο, μια παρέα άγουρων αγοριών σε μια φτωχογειτονιά στη Νέα Υόρκη. Δεν έχει σημασία ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα πρόσωπα, η θλίψη, το πένθος, η χαρά της ζωής στα αγόρια του Lower East Side δεν είναι η φτωχολογιά της εξαθλιωμένης Τουρκίας του ’50. Η μοναδική του οπτική τα κάνει όλα να μοιάζουν σαν μια γειτονιά. Τη γειτονιά του κόσμου. Ενός κόσμου.
Αν, όπως λέει ο ίδιος, ο Γκέιτς είναι σημαντικός γιατί κατέγραψε και αρχειοθέτησε ολόκληρη την ανθρώπινη μνήμη, τότε ο Γκιουλέρ δεν έχει τίποτα να ζηλέψει. Με τον φακό του κατέγραψε ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση σε όλες της τις εκφάνσεις, δημιουργώντας μνήμες από το σπαρακτικό σήμερα.
Στα σκαλοπάτια στέκομαι σε μια αριστουργηματική έγχρωμη φωτογραφία από έναν μαχαλά της Πόλης του ’60: πιτσιρικαρία, ρακένδυτα χαμίνια μπροστά από μια φωτιά, τα μάτια τους να σπινθηρίζουν στην αντανάκλαση της φωτιάς, με φόντο ένα χαμόσπιτο. Το βλέμμα τους διαπερνά τον φακό: ένταση, αμηχανία και δέος ανάμεικτα. Είναι έτοιμα να αρπάξουν τη ζωή μέσα από το μέλλον που τους κοιτάζει κατάματα! «Δεν είναι τέχνη αυτό, κ. Γκιουλέρ; Αυτό είναι ποίηση» λέω.
Σηκώνει τους ώμους του αδιάφορα, περιπαικτικά, κάνει και μια γκριμάτσα σαν να λέει «If you say so». Αν το πιστεύεις, ok!
———————————————
«Το μάτι της Κωνσταντινούπολης», αυτό είναι το παρατσούκλι του ζωντανού θρύλου της φωτογραφίας Αρά Γκιουλέρ. Αυτός είναι και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη σταδιοδρομία του που γύρισε ο Φατίχ Καϊμάκ το 2015 με αφορμή μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του.
————————————————————————————————
Χρήστος Παρίδης-lifo