Αρνί που βλέπει το ο Θιός, ο λύκος δεν το χάφτει…

342

Δεν ξέρω αν απόψε καταφέρω να γράψω …  Θα το ΄θελα μα μου φαίνεται βουνό …
Είναι η μέρα δύσκολη, θλιμμένη, περίεργη…

Κι ενώ σας έχω υποσχεθεί να σας διηγηθώ την εμπειρία του ναργιλέ κι ενώ το είχα στο πρόγραμμα, άλλα μου ΄ρχονται στο νου κι άλλα θέλω να σας πω …
Σκέφτομαι μόνο πως αν καταπιανόμουν να σας γράψω για το ναργιλέ πιθανόν η θλίψη να γινόταν μελαγχολία … κι η νύχτα πιο τρυφερή …
Της Αγίας Αικατερίνης- γιόρταζε το σπίτι μας … γιατί γιόρταζε η μανούλα μου… Τώρα δεν γιορτάζει πια  … Η μανούλα μου έφυγε 7 χρόνια πριν … την επαύριο της Αγίας Αικατερίνης …
Το στάρι, η κανέλλα, τ΄αμύγδαλα, το ρόδι … περιμένουν στην κουζίνα…Με περιμένουν να βάλω τα καρύδια, τις σταφίδες, τα κοπανισμένα λεμπλεμπί, σησάμι,  γαρύφαλλο, μαϊντανό και … τη σκόνη ζάχαρης … που θα τα γλυκάνει…

Αλλά αυτο θα γίνει το πρωί …
Θα ΄ναι γλυκά σαν ενωθούν όλα μαζί … μόνο που δεν θα ΄ναι γλυκό γιορτής …

Θα ΄ναι μόνο μια γλυκειά σπονδή … στις ρίζες, στη ζωή, στη μάνα, στη μανούλα μου…


“Κόρη μου, εκεί στα Βουρλά, σαν είχαμε εορτή στο σπίτι, 10 μέρες ανάστατοι είμαστε…

Πέντε πριν, πάστρα, πουσουνίσματα (ψώνια), γλυκά, μαγειρέματα… και πέντε μετά … σκουπίσματα, πλυσίματα, μαζέματα και συμμαζέματα … Και τόσοι που είμαστε σε κάθε φαμίλια, ανάστατοι είμαστε συχνά-πυκνά.
Και καλά που δε γιορτάζαμε και γενέθλια… Γενέθλιο γιορτάζαμε μόνο το γενέθλιο του Χριστού… ΄Ηταν μεγάλη εορτή, το όνομα… και διπλή…
Εόρταζε ο ΄Αγιος, εόρταζες κι εσύ … Και μαζί με σένα και τον ΄Αγιο… εόρταζε κι η εκκλησιά, κι ο θειός κι ο γείτονας κι ο φίλος … Κι αν είχε εκκλησιά κοντά στον τόπο σου να εορτάζει … ε τότε, είχαμε και το πανηγύρι, είχαμε και χορούς και βιολιά … ΄Ομως χορούς και βιολιά δεν είχαμε όλες τις φορές. Μόνο στα μεγάλα ονόματα και στις μεγάλες εορτές … και πιότερο στης Παναγιάς τη χάρη …
Τα μεγαλύτερο πανηγύρι και το μεγαλύτερο εγλέντι του χρόνου ήτανε της Χάρης της… Κάθε μέρος είχε τη δικιά του Παναγιά … κι είχενε κι έναν άγιο προστάτη του … ΄Ασε που και κάθε εσνάφ(συνάφι) είχε και τον προστάτη άγιό του … ΄Αλλος άγιος παραστεκότανε τους χτιστάδες, άλλος τους γεωργούς, άλλος τους ψαράδες …
Μα δεν γινόταν βέβαια κόρη μου να εορτάζεις όλους τους αγίους και όλες τις εορτές γιατί δουλειά δεν θα ΄κανες παρά μόνο θα εόρταζες… Στα Βουρλά είχαμε τον ΄Αγιο Μιχαήλ, όχι τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που εορτάζεται εδώ…
Ο ΄Αγιος Μιχαήλ ήταν χαλκωματάς και μετά πουλητής (πωλητής) καφέ… Προστάτης των μπογιατζήδων έγινε γιατί το σώμα του τυραννισμένο το βρήκαν και το έθαψαν μπογιατζήδες και τον εορτάζαμε στα Βουρλά στις 16 του Απρίλη.
Είχαμε και τον ΄Αγιο Νεκτάριο …  Νικόλαος ήτο βαφτισμένος και Νεκτάριος βαφτίστηκε σαν αγίασε… ΄Εγινε άγιος μετά κόπων και βασάνων γιατί έχασε ο άμοιρος τον πατέρα του σαν ήταν παιδί. Με τη ευχή τσι αννές του και για να τη συνδράμει μπήκε στη δούλεψη ενός Τούρκου Αγά σ΄άλλο χωριό γιατί αλλού δεν ήβρισκε να πάει.
Κι όταν έγινε ο λοιμός και πέθανε κόσμος και κοσμάκης νόμισε πως τα Βουρλά ξεκαμωθήκανε ολόκληρα και γίνηκε τούρκος. Μα μια στιγμή έμαθε την αλήθεια και πήγε πίσω να βρει τη μάνα του που σαν τον είδε τούρκο τον ήδιωξε απ΄το σπίτι… Ο άμοιρος, ράχες και τόπους και βουνά … γύριζε αλλά ησυχία δεν ήβρισκε οσότου πήγε στο ΄Αγιο ΄Ορος, καλογέρεψε, τον ονοματίσανε Νεκτάριο και γύρισε ησυχασμένος στη μάνα του.
 Μόνος του πήγε στον Τούρκο και δήλωσε χριστιανός κι όσο κι αν ο Τούρκος τον παρακάλεσε ν΄αλλάξει πίστη και του ΄ταξε και πλούτη κι αγαθά κι αξιώματα μόνο να μείνει τούρκος μα αυτός τίποτα. Στο τέλος τον ήβαλε φυλακή κι ύστερα τον πήγανε στον θάνατο με το χατζάρι. ΄Ενας, κακό χρόνο να ΄χει, ζεϊμπέκης τον ήσφαξε.
Συγχώρα με κόρη μου και μη μ΄ακούς … Γριά γυναίκα και να μιλώ έτσι, να καταριέμαι δεν κάνει …
Μ΄αγανακτώ … Καμιά φορά σαν καταριέσαι είν΄ ανοιχτοί οι ουρανοί κι αλίμονο … Βαρύ πράμα η κατάρα, αμαρτία … Δεν το θέλει ο Θεός… Ποτέ να μην το κάμεις… Ακούς; Ποτέ σου! “Ναι γιαγιά, ποτέ…. Και μετά;”  “Α…. ναι, κι αφού τον θανατώσανε αγίασε … Και προσκυνούσαμε τη χάρη του στο σπίτι του…
΄Ομως είχαμε και τον ΄Αη Γιώργη τον Αρφανό στον Κάτω Μαχαλέ. Αρφανό τον ελέγανε γιατί αρφανός από μάνα έμεινε στην κούνια ο άμοιρος. Αρφανός μεγάλωσε κι αρφανός έμεινε. Αγίασε κι αυτός σαν τους άλλους, βασανισμένος και σκοτωμένους από τους αλλόπιστους
…Κι όμως, οι γεροντότεροι λέγαε και λένε πως διαφορές δεν είχαμε μαζί τους και πως καλά επερνούσαμε.
΄Ετσι τα ενθυμούμαι κι εγώ… Καλά περνούσαμε, ήσυχα.
Σα θέλανε τίμιους στα οικονομικά, γραικούς έπαιρναν… Σαν ήθελαν εργατικούς, πάλι γραικούς αναζητούσανε… ΄Αλλο που εμείς προοδέψαμε πιότερο τους και τους βάναμε μετά στη δούλεψή μας. Προοδέψαμε πολύ και μας εζηλέψανε… Το μάτι σκάνει, η γλωσσοφαγιά θερίζει, έλεγε η νενέ μου… Μας εζηλέψανε και πάει…
 Που λες, η Παναγιά μας ήτο στο Μαχαλέ τον Πάνω. Στο σχολειό της Παναγιάς πήγαινα ξέρεις το, στο Μεγάλο … Και στο μεζαρλίκι μας (νεκροταφείο) την Αγιά Παρασκευή είχαμε χτισμένη… Δηλαδή στο δικό μας το μεζαρλίκι, το γραικικό.
Στην αρχή δεν είχαμε ξέχωρο μεζαρλίκι. Τους αποθαμένους μας τους απιθώναμε γύρω στον ΄Αη Γιώργη και γύρω στην Παναγιά… Η φωτιά θα τις ήφαγε κι αυτές… σκόνη θα γινήκανε Παναγιά, ΄Αη Γιώργης… όλες οι εκκλησιές μας κόρη μου, σκόνη… Καλά που οι αγίοι μας βολεύονται όπου να ΄ναι …
Κάπου θα βολευτήκανε κι αυτοί όπως εμείς … Θα ξεσκαφτήκανε τα μεζαρλίκια μας … αχ… κι οι ψυχούλες τους άραγε; Πετάξανε γι΄αλλού όπως μείς για εξεμείνανε; Νιώθω πως εξεμείνανε εκεί … στον τόπο τους … Ξεσκαφτήκανε όλα! Τα σπιτικά μας, τ΄αμπέλια μας… οι καρδιές μας… Ποιος να το ΄ξερε… Μα και να το ξέραμε… Εδώ οι Τσέτες είχονε φτάξει τότες στην πόρτα μας και δεν το πιστεύαμε… Πιστεύαμε στον Θεό και του είχαμε ελπίδα …
Λέγαμε πως δεν θα τους άφηνε, πως θα τους σταματούσε τους λύκους και δεν θα μας χάφτανε … Δεν μας χάψανε όλους … μα χάψανε πολλούς … Δεν ήταν οι γείτονές μας … αυτοί ερχόσαντε μαζί μας στις εορτές των αγίων μας … κι ανάβανε κερί … Ερχόσαντε και στις βαφτίσεις και στους γάμους…
Μόνο στο κακό, δεν ερχόσαντε, σεβόντανε το θάνατο, τη λύπη, τον αποθαμένο… Τρεις μέρε μετά ερχόσαντε και, προσφέρανε παρηγοριά, βοήθεια και ότι είδους στήριγμαα…
Στις 15 του Αυγούστου μαζί τους επαίρναμε στη χάρη της … κι εκάμανε ότι εκάμαμε … Την προσκυνούσανε, της τάζανε, την αγαπούσανε, την παρακαλούσανε, λούλουδα της δωρίζανε … Σ΄όλες τις Παναγιές πηγαίνανε, όχι μόνο στην εδική μας, κι όλες τις αγαπούσανε… Κι ερωτούσανε για το Χριστό και την Παναγιά μας, αν ήσαντε φιλέσπλαχνοι, καλοί, δίκαιοι.
Μας ακούανε και μας ελέγανε πως κι ο εδικός τους καλός ήτανε. ΄Ελεγε κι αυτός να δίνουνε, να μοιράζουντε … να νηστεύουνε, να προσεύχονται. Λέγανε πως δεν ήθελε κακίες, σπιουνιές, κλεψιές, θανάτους… Εμείς τους πιστεύαμε και δεν τους πιστεύαμε…
Ο πάππος μου έλεγε “φύλατται”  μα σαν τον ερώτησα δεν είχε και πολλές κουβέντες. Μόνο μου είπε: “΄Ασε τις λωλάδες. ΄Αλλος ο εδικός τους κι άλλος ο εδικός μας… ΄Αμα δεν είχαμε εδικό μας, μπορεί να ΄χαμε τον εδικό τους…  Τώρα έχομε και σώνει …
Κάνε μου τη χάρη κόρη μου κι άσε τον εδικό τους στην ησυχία του και κοίταε μόνο το δικό μας …τον Πανάγαθο”… Εορτάζανε τα Μπαϊράμια τους, εορτάζαμε την Λαμπρή μας…
 ——————————–
“Μόνο στην ιωνική Ερυθραία, υπήρχαν ως το 1922, εξήντα εννά (69) ενοριακές εκκλησίες και  254 παρεκκλήσια. Παραμένουν όρθιες σήμερα πέντε (5) όλες κι όλες: ο Άη-Χαράλαμπος του Τσεσμέ (‘’πολιτιστικό’’ κέντρο), η Παναγιά η Γουρνά στην Αγιά-Παρασκευή (τζαμί), ο Άη-Γιώργης στον Γκιούλμπαξε (τζαμί), ο Άης Γιώργης ο Αρφανός στα Βουρλά (αποθήκη) και η Αλατσατιανή Παναγιά, που τις ξεπερνά όλες στη λαμπρότητα και στην καλλιτεχνία.
————————————————————————–
Ελένη

paliakaidiafora.blogspot

-Το μυστικό της γιαγιάς για τη γλωσσοφαγιά ήταν …
ή λίγη σκορπισμένη ριγανίτσα στο κατώφλι ή στην εμπατή (σημερινή εξώπορτα) του σπιτιού ψιθυρίζοντας “όπως σκορπάται η ρίγανη έτσι να σκορπιστούν τα λόγια τους στους 4 ανέμους”
ή ένα μαντήλι (τουρκιστί μεντίλ) της τσέπης (τουρκιστί τσεπ), του ίδρου ή της μύτης, δεμένο  σε 3 σημεία κόμπο … ΄Οπου σε κάθε δέσιμο κόμπου, μουρμουράς το ξόρκι … “όπως δένεται αυτός ο κόμπος έτσι να δεθούν οι γλώσσες τους” … ΄Υστερις καταχώνουμε το μεντήλι σ΄ένα συρτάρι και τ΄αφήνουμε να “δράσει” …

΄Οσο για τη βασκανία-μάτι, το μυστικό ήταν το τροπάριο των Αγίων Θεοδώρων των Θαυματουργών σταυρώντας  τρις τον υποφέροντα  ή το μυστικό τροπάριο που “χορηγείται” όπως έλεγε μόνο  Μεγάλη Παρασκευή κι μόνο από άντρα σε γυναίκα με τρις σταυροκόπημα του ματιασμένου… ειδάλλως χάνει και χάνεται η γητειά του …

Μην ξεχνάτε … από καιρού εις καιρόν, ξεκαταχώνουμε το μεντήλι, λύουμε έναν-έναν τους κόμπους … Λύοντάς τους λέμε “αν ξελύθηκαν οι γλώσσες τους όπως αυτός ο κόμπος πάλι να ξαναδεθούν” και δένουμε τον κόμπο μουρμουρίζοντας το ξόρκι του δεσίματος …