Τώρα αν το δεις το πράμα αντικειμενικά, όμορφη γέφυρα δεν θα την επείς. Μισό χιλιόμετρο σε μήκος, τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, μία γραμμή του τραμ και δύο μεγάλα πεζοδρόμια, γιομάτα κόσμο που σουλατσάρει καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας θορυβωδώς από τη μια άκρη στην άλλη.
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Το οδόστρωμα ανηφορίζει σταδιακά ουχί για να γυμνάζει τους γλουτούς της η Αϊσέ, αλλά διότι στο υψηλό της μέσον, η γέφυρα διαθέτει ένα άνοιγμα για να περνάνε μικρά πλοιάρια και τουριστικά μπατό-μους που κάμουν τον περίπλου του Βοσπόρου και τρυπώνουν για μερικές στάσεις στον Κεράτιο. Αν τύχει να βρεθείς στην κουπαστή της γέφυρας όταν περνά κάνα τέτοιο, χαμογέλα γιατί σε φωτογραφίζουν δύο ντουζίνες γιαπωνέζοι με ανίχνευση χαμόγελου στη νίκον έξτρα σένσιτιβ εξ ελ πεντακόσια -να ‘χει να θυμάται τη φάτσα σου η Φουμίκο όταν δείχνει τις φωτογραφίες στις φιλενάδες της στην Οζάκα.
Η πρώτη μαγκιά της γέφυρας είναι ότι είναι δίπατη: κάτω από το οδόστρωμα και λίγο επάνω από το επίπεδο της θάλασσας υπάρχει ένας ακόμη όροφος, γιομάτος με εστιατόρια και τεϊοποτεία. Περιττό να σου πω ότι η τσίκνα από το μπαλίκ (το ψαράκι γιαβρίμ, τίποτα δεν συγκράτησες από τις τούρκικες σειρές που είδες;) αγκαλιάζει τη γέφυρα και αν δεν το γουστάρεις το ψαράκι, μπορεί και να σου έρθει ο ντοβρουντζάς και να σε τρέχουμε.
Για χάζι πάντως -ειδικά όταν πέσει η νύχτα- μπορείς να επιλέξεις να την περιπατήσεις από εκείνο το κάτω επίπεδο, για να κάμεις και τα κουμάντα σου με κάνα μεζεδάκι. Αλλά να ξεύρεις ότι στο μέσον της διαδρομής, θα πρέπει να ανεβοκατέβεις μπόλικα σκαλοπάτια για να προσπεράσεις το άνοιγμα που σου έλεγα παραπάνω.
Η δεύτερη μαγκιά της γέφυρας είναι ο πληθυσμός της. Και λέγω “πληθυσμός” της, διότι η γέφυρα “κατοικείται”. Υπάρχουν βεβαίως οι βιαστικοί διερχόμενοι που πάνε στις δουλειές τους, οι μουλτιέθνικ τουρίστες με τους οδηγούς εξπλόρερ και νάσιοναλ τζεογκράφικ στο χέρι, οι αφρικανοί μετανάστες με τα πλουμιστά πουκάμισα που κινούνται γοργά μην πέσουν σε κάνα πολισμάνο και τους ζητάει ταυτότητες, οι οικογένειες που βολτάρουν, οι παραδοσιακές θείτσες με τις μαντίλες, τα παιδάκια που μασουλάνε καλαμπόκι και διάφοροι άλλοι που σουλατσάρουν.
Αλλά πέραν αυτών που απλώς χρησιμοποιούν τη γέφυρα για να περάσουν από τη μία όχθη στην άλλη, υπάρχουν και κάποιοι (καμπόσοι δηλαδής) που περνούν ώρες ολάκερες επάνω της. Σου μιλώ για τους πραματευτάδες, τους τζογαδόρους, τους επαίτες, τους τσαντάκηδες. Και κυρίως σου μιλώ για τους ψαράδες. Δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες από δαύτους επιδίδονται μετά μανίας ολημερίς στο να τεντώνουν τα καλάμια τους και να δένουν τις πετονιές τους. Άτυχο το λαβράκι που θα περάσει από τον Κεράτιο, άτυχος κι εσύ που θα περάσεις ανάμεσα στους ψαράδες. Δάσος τα καλάμια, δυσκολεύεσαι πολλές φορές στο σλάλομ ανάμεσα στους κουβάδες με την ψαριά, τα μπουκάλια με τα δολώματα και τα λοιπά τους σύνεργα που είναι ατάκτως αφημένα απάνω στα πεζοδρόμια.
Η τρίτη μαγκιά της γέφυρας -ίσως και η μεγαλύτερη- είναι η πρόθεσή της να ενώσει δύο κόσμους εντελώς ξένους μεταξύ τους. Στη μία άκρη της (προς τα νοτιοδυτικά), βρίσκεται η ιστορική χερσόνησος. Η παλιά Πόλη. Η Κωνσταντινούπολη των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η Βασιλεύουσα, βρε παιδί μου! Που για χίλια εκατό χρόνια αποτελούσε το αδιαμφισβήτητο κέντρο μίας από τις πιο λαμπρές αυτοκρατορίες που γνώρισε η οικουμένη. Και δεν το λέγω εγώ, το λέει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ και το αποδέχονται πλέον ένας σκασμός ιστορικοί.
Μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, σε εκείνη την πλευρά του Κεράτιου εγκαταστάθηκαν οι νεοφερμένοι και οι Σουλτάνοι τους, που αφού ξήλωσαν τα μνημεία των προκατόχων τους, έχτισαν τα τζαμιά τους και τα παλάτια τους και έσιαξαν την Ισταμπούλ τους. Στην ιστορική χερσόνησο είναι που θα σε πάει το τουριστικό γκρούπ να βγάλεις φωτογραφίες, εκεί είναι που θα βρεις τα μεγάλα μνημεία του παρελθόντος των δύο αυτοκρατοριών: την Αγιά Σοφιά, το Μπλε Τζαμί, το Τοπ Καπί, την κλειστή Αγορά, το Σουλεϊμάνιγιε, το Φανάρι.
Όμως στην άλλη άκρη της γέφυρας (προς τα βορειοανατολικά) βρίσκεται κάτι πολύ διαφορετικό: το Πέραν. Μία περιοχή που στα βυζαντινά χρόνια ουχί μόνο βρισκόταν εκτός των τειχών της Κωνσταντινούπολης, αλλά μόνο κάποιους μικρούς οικισμούς φιλοξενούσε, που σημαίνει την είχαμε στην απέξω και δεν της ρίχναμε ούτε βλέφαρο. Αυτά μέχρι τον 14ο αιώνα, όταν οι αυτοκράτορες απεφάσισαν (για τους δικούς τους λόγους, δεν είναι της παρούσης να τους κρίνεις) να δώκουν δικαιώματα ελλιμενισμού σε Γενοβέζους, Ενετούς και Αγγλογάλους στο Πέραν, οι οποίοι κατσικωθήκανε εκεί και φτιάξανε τις γειτονιές τους κομπλέ με αυλές, μαγαζιά, μέγαρα και κυρίες επί των τιμών. Μία πόλη απέναντι από την Πόλη.
Αλλά και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Πέραν παρέμεινε έδρα των ξένων αντιπροσωπειών και οι νέοι κάτοικοι της ιστορικής χερσονήσου οι Τούρκοι, πολύ το σνομπάριζαν. Μόνον που πλέον είχαν μετακινηθεί προς τα εκεί και συμπαγείς πληθυσμοί Ρωμιών, Αρμενίων και Εβραίων, συμβάλλοντας στο μουλτιέθνικ μπλέντερ και δημιουργώντας έναν πολύ αβαντγκάρντ έτερο πόλο στο ραχάτι και τη βραδύτητα της οθωμανικής μενταλιτέ.
Οι κάτοικοι της παλιάς πόλης θεωρούσαν το Πέραν πολύ εξώλης και προώλης. Διότι εκεί οι γυναίκες άκουσον άκουσον, δεν φορούσαν φερετζέ και υπήρχαν φήμες για λογής λογής ασωτίες που συνέβαιναν μετά τη δύση του ηλίου -όταν η παλιά πόλη βυθιζόταν στο σκοτάδι, στο Πέραν άναβαν οι φανοστάτες γκαζιού και λαμποκοπούσε το απέναντι βγάζοντας αναιδώς τη γλώσσα του στους Οθωμανούς. Μέχρις τα τότε, η σύνδεση ανάμεσα στις δύο όχθες του Κεράτιου, γινόταν αποκλειστικώς με βαρκάρηδες, εκτός κι αν ήσουν πραγματικά αργόσχολος, της περιπατητικής σχολής ή ο Τζώνι Γουόκερ και το πήγαινες όχθη-όχθη να περάσεις χερσαίως.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε τον 19ο αιώνα, όταν η οθωμανική αστική τάξη άρχισε να ανακαλύπτει την Ευρώπη και να γοητεύεται από τους νεωτερισμούς και τις μοντερνιές τις αντίπερα όχθης. Ξαφνικά άρχισε να γίνεται πολύ τρέντι το να ψωνίζεις στη Μεγάλη οδό του Πέραν, όπου οι βιτρίνες ήταν γιομάτες πραμάτεια made in Europe και άρχισε ο Οθωμανός να πηγαίνει για τα ψώνια του προς τα εκεί, ντούρλα η Αϊσέ, στενάζανε οι μάστερκαρντς.
Εκείνη την εποχή είναι που προέκυψε η ανάγκη για δημιουργία μίας διάβασης ανάμεσα στους δύο κόσμους -διότι και που να μεταφέρεις τις σακούλες μετά το αχαλίνωτο σόπινγκ με το βαρκάρη, τρε μπαναλιτέ! Πρέπει να σου σημειώσω πως σχέδια προς τούτο υπήρχαν από πολύ παλαιότερα. Ακόμη και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος είχανε λέει ανταλλάξει επιστολές με το σουλτάνο με προτάσεις για μία πιθανή γέφυρα, αλλά λόγω της ακαμψίας και της ραθυμίας που χαρακτήριζε τους Οθωμανούς, μεγάλο χαΐρι δεν είδες. Η πρώτη γέφυρα χτίστηκε εντέλει το 1845 (ξύλινη, μέγα λάθος, τσάφ έκαμε όταν έγινε παρανάλωμα) και έκτοτε ακολούθησαν μπόλικες ως τη σημερινή που εγκαινιάστηκε το 1994.