Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα….Αξίζει να διαβάσετε την ιστορία της!!!

6085

Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα γεννήθηκε το 1252 στη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Νόθα κόρη ενός σπουδαίου ανδρός. Του στρατηγού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου που έμελε να ανακαταλάβει τη Βασιλεύουσα από τους μισητούς σταυροφόρους που την είχανε αλώσει και να διαβεί θριαμβευτής από τη Χρυσή Πύλη το 1261.

Τότες, μετά από πενήντα επτά συναπτά έτη εξορίας στη Νίκαια, ο Μιχαήλ οδήγησε τους Βυζαντινούς πίσω στην Πόλη τους, εξεδίωξε τους σταυροφόρους που την είχανε ρημάξει και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (το “Βυζάντιο” ντε!) ανέπνευσε ξανά αέρα ρωμιοσύνης.

Εντούτοις η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα δεν πρόλαβε να απολαύσει για πολλά χρόνια την αποκατάσταση της πατρίδας της. Για λόγους διπλωματικούς, ο πατέρας της απεφάσισε να την εστείλει σε ηλικία δώδεκα μόλις ετών, νύφη στα πέρατα της Ασίας. Για να παντρευτεί τον Μογγόλο Χουλαγκού, εγγονό του Τζένγκις Χαν και νεότερο αδελφό του Κουμπλάι Χαν.

Όπως ξεύρεις, τότες οι γάμοι συμφέροντος ήτανε πολύ τρέντι, μην βλέπεις εσύ που είσαι αισθηματίας και θες έρωτες. Ένα καραβάνι γιομάτο προικιά και με την μικρά Βυζαντινή πριγκιποπούλα ξεκίνησε λοιπόν το χειμώνα του 1264 για ένα ταξίδι στ’άγνωστο, στις χώρες των Μογγόλων.

Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα δεν επηρέασε καμιά μεγάλη ιστορική εξέλιξη, μήτε μνημονεύεται εύκολα στα βιβλία ιστορίας -καθώς σε αυτά δίδεται συνήθως προτεραιότητα σε μάχες και μεγάλες συμφωνίες, σε δολοφονίες και πολέμους.

Αν έχεις υπόψη σου την ιστορία της, ίσως να’ναι από το ευπώλητο βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά με τίτλο “Μαρία των Μογγόλων” -που εξιστορεί μεταξύ άλλων, τη ζωή της Βυζαντινής πριγκιποπούλας. Αλλιώς, το πιο πιθανό είναι πως την αγνοείς.

Βρισκόμαστε στο Φανάρι. Ετούτο δω το εντυπωσιακό κόκκινο κτήριο που μοιάζει με κάστρο, είναι η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Βρίσκεται στην κορφή του λόφου και δεσπόζει πάνω από τις φτωχογειτονιές και τα σακατεμένα αρχοντόσπιτα που κάποτες έσφιζαν από ζωή και μίλαγαν ελληνικά.

Αν δεν έχεις ξανάρθει στο μέρος, σε περιμένουν εκπλήξεις -δυσάρεστες εκπλήξεις: εδώ και πολλές δεκαετίες τα ωραιότατα σπίτια έχουν αφεθεί στην παρακμή τους. Και φιλοξενούν ξυπόλητους Τούρκους και εσωτερικούς μετανάστες από την Ανατολία. Τράτζικ.

Το ν’ανέβεις ως εδώ απάνου, δεν είναι εύκολο. Πρώτον, διότι η εικόνα των γειτονιών αυτών μπορεί να σε φοβίσει και να σε αποθαρρύνει. Και δεύτερον, διότι η ανηφόρα είναι πράγματι απάλευτη και απαιτεί μεγάλη αποφασιστικότητα εκ μέρους σου.

Εξού και οι περισσότεροι Έλληνες τουρίστες -απ’όσο ξεύρω- αρκούνται σε μία επίσκεψη στο Πατριαρχείο (που βρίσκεται χαμηλά στο λόφο) και δεν αποτολμούν το παραπάνω.

Αξίζει όμως. Παρά την εφιαλτική υποβάθμιση, ετούτο το μέρος παραμένει πολύ σημαντικό. Για την εθνική μας αφήγηση, για την ιστορία του τόπου μας, για τον καθένα από εμάς. Και ναι, το’χω περπατήσει πολύ. Τις έχω μάθει και τις ξεύρω τις ανηφοροκατηφόρες του. Κάποια μέρα ίσως σε φέρω εδώ για να σου δείξω αυτούς τους δρόμους. Και τα σπίτια.

Αλλά σήμερα, ήρθαμε για άλλο λόγο: έχουμε ραντεβού. Με τη Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα.

Ακριβώς δίπλα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, υπάρχει ετούτος ο παμπάλαιος τοίχος. Να ξευρες μόνο πόσες φορές τον έχω ακουμπήσει αυτόν τον τοίχο! Πόσες φορές έχω προσπαθήσει να τον αφουγκραστώ και να συνομιλήσω μαζί του!

Πόσες φορές τον έχω προσεγγίσει περιμετρικά και έχω χτυπήσει την πόρτα του για να εισχωρήσω στην εσωτερική αυλή πίσω από τη μάντρα! Μα κάθε φορά ήταν κλειστά. Και κάθε φορά έλεγα στον εαυτό μου “δεν πειράζει, την επόμενη φορά”. Και ξανανέβαινα για να την βρω και πάλι κλειστή. “Δεν πειράζει, την επόμενη φορά”.

Βλέπεις πίσω από αυτόν τον τοίχο, υπάρχει μία εκκλησιά. Η Παναγία η Μουχλιώτισσα! Το μόνο που έβλεπα όμως πάντα ήταν ο τρούλος της. Και η ερμητικά κλειδωμένη πόρτα. Αυτό το βροχερό πρωινό στεκόμουν και πάλι απέξω. Και χτυπούσα ξανά το κουδούνι. Με την ίδια προσμονή και την ίδια κρυφή ελπίδα: να μου επιτρέψει η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα να την αντικρίσω.

Ε δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά μου όταν άκουσα βήματα πίσω από την πόρτα και αντιλήφθηκα πως κάποιος τραβάει το μάνταλο.

Πλημμυρισμένος από ενθουσιασμό και συγκίνηση, μπήκα για πρώτη φορά στην εσωτερική αυλή. Και βρέθηκα επιτέλους πίσω από τον τοίχο. Ο φύλακας -ένας μεσήλικας Τούρκος που μίλαγε μερικές λέξεις στα Ελληνικά- με κοίταζε με κάποια αμηχανία. Τον ρώτηξα αν μπορώ να επισκεφθώ το ναό και μου έγνεψε συγκαταβατικά. Έβαλε το λάστιχο του ποτίσματος να ρέει σε κάποιο παρτέρι, έβγαλε από την τσέπη του μία αρμαθιά κλειδιά και με οδήγησε προς τα εκεί.

Και να που βρισκόμουν μέσα! Ο φύλακας άνοιξε τους πολυελαίους και εκεί, ανάμεσα στο τέμπλο, τις αγιογραφίες και τα μανουάλια, συνάντησα εκείνη. Τη Βυζαντινή πριγκιποπούλα!

Αλλά μένει ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν σου έχω πει ακόμα. Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα ξεκίνησε μεν για να νυμφευθεί τον Χουλαγκού, αλλά η τύχη τής έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι. Ο δριμύς χειμώνας του 1264 την κράτησε αποκλεισμένη κάπου μετά την Τραπεζούντα, εκεί που το αποτρόπαιο κρύο της Σιβηρίας χτυπάει τη γη των Αρμενίων. Κι ενώ εκείνη καθυστέρησε, ο Χουλαγκού απέθανε και τον διαδέχτηκε ο τριαντάχρονος γιος του, Αμπακά.

Όταν εντέλει το Μαράκι έφθασε στη μογγολική πρωτεύουσα Μαραγκέχ (στο σημερινό Ιράν) προχωρημένη άνοιξη του 1265, ο Αμπακά απεφάσισε να την εκρατήσει στο χαρέμι του και ύστερα να την επαντρευτεί. Εκείνη του ζήτησε να βαφτιστεί χριστιανός και ο Αμπακά δέχτηκε. Κι έτσι η “δέσποινα Χατούν” -όπως την αποκαλούν οι Μογγόλοι- έγινε βασίλισσά τους. Με τα σερβίτσια και τα κεντήματά της από την Πόλη, με την αστική κουλτούρα του Βυζαντίου της, με τη χριστιανική της πίστη και την ευγενική καταγωγή της. Μόνη σ’έναν κόσμο νομαδικής απομόνωσης, καταυλισμών και σκληροτράχηλων συνθηκών επιβίωσης.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα για το βαθμό επίδρασης που άσκησε απάνου στους Μογγόλους. Αλλά φαίνεται πως τους επηρέασε -μέσω του ανδρός της βεβαίως- στην απόφαση για πιο μόνιμη εγκατάσταση σε πόλεις και στον εξευγενισμό κάποιων συνηθειών και κοινωνικών συμπεριφορών.

Κι ύστερα, μετά από δεκαεπτά χρόνια γάμου, εκείνος πεθαίνει. Κι απεφασίζει η χήρα να πάρει το νήμα της πορείας της ανάποδα. Για να γυρίσει στην πατρίδα που τόσο λίγο χάρηκε και σε τόσο νεανική ηλικία αποστερήθηκε. Πράγματι, φθάνει και πάλι στην Πόλη. Σμίγει με τους δικούς της, συναντιέται με την ταυτότητά της.

Όμως πολλά είχαν αλλάξει αυτά τα δεκαεπτά χρόνια. Και η “Δέσποινα των Μογουλίων” -όπως την αποκαλούσαν πλέον οι Βυζαντινοί, λόγω της μογγολικής εμπειρίας της- επιλέγει να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της ως μοναχή. Σιάχνει λοιπόν ετούτη δω την εκκλησία. Απάνου στο λόφο του Φαναρίου. Για ν’αγναντεύει τον αγαπημένο της Κεράτιο και να αγαλλιάζει η ψυχούλα της.

Ψάχνω με απόγνωση τριγύρω για έναν αναπτήρα. Μα τί κακό, να μην έχω ποτές απάνου μου! Εντέλει ζητάω από τον φύλακα. Ανάβω το καντήλι και μπήγω τρία κεράκια. Στέκομαι για μερικές στιγμές και αναλογίζομαι το ταξίδι της Μαρίας Κομνηνής Παλαιολογίνας Διπλοβατάτζινας. Από την εξορία τής Νίκαιας στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα στη μακρινή Μογγολία. Και πάλι πίσω, στην Πόλη. Σε αυτό το σημείο που βρισκόμουν. Στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα. Ή Παναγία των Μουγουλίων.

 

Ευχαρίστησα θερμότατα το φύλακα. Έπειτα αποχαιρέτησα τη Μαρία. Τη διαβεβαίωσα πως την εκτιμώ αφάνταστα. Πως μου είναι σημαντική και πως δεν θα την ξεχάσω ποτές -κι ας βρίσκεται στις λεπτομέρειες της ιστορίας. Μου έγνεψε συγκαταβατικά. Συγκινημένος, κοίταξα για μία τελευταία φορά την εσωτερική αυλή. Κι ύστερα έκλεισα την πόρτα ξοπίσω μου. Και χάθηκα στα στενά δρομάκια του Φαναρίου.
———————————————————————–