Μέρος Β’
Οι Σμυρνιοί
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Το 1922 η Σμύρνη, δίχως τα προάστια και τα τριγύρω χωριά, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων:
οι 165.000 ήταν Έλληνες
οι 80.000 Τούρκοι
οι 55.000 Εβραίοι
οι 40.000 Αρμένιοι
οι 6.000 Λεβαντίνοι και
οι 30.000 διάφορες άλλες εθνικότητες.
Το πληθυσμιακό αυτό αμάλγαμα απέδωσε στη Σμύρνη τον χαρακτηρισμό “Γκιαούρ Ιζμίρ” (Σμύρνη των απίστων).
”Παρ’ όλη την ποικιλία των εθνών και των θρησκευμάτων παραμένει ωστόσο η Σμύρνη στα βασικά της συστατικά μια ελληνική πολιτεία. Έπειτα από τόσες αλλαγές στο πέρασμα χιλιετηρίδων κάτω από την κυριαρχία Περσών, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Σαρακηνών, Φράγκων και Τούρκων – αυτή η πόλη που λέγεται Σμύρνη δεν έπαψε ποτέ να είναι Ιωνία. Οι Τούρκοι είναι απλώς οι αφέντες, οι Έλληνες όμως είναι οι περισσότεροι και η γλώσσα τους είναι η πιο διαδεδομένη – επομένως αυτοί είναι οι αφέντες.
Αν εξαιρέσουμε τους Τούρκους που δεν γνωρίζουν παρά μόνο τη γλώσσα τους, όλος ο άλλος πληθυσμός της Σμύρνης, επομένως τουλάχιστον 120.000 ψυχές, καταλαβαίνουν και μιλούν λίγο πολύ καλά τα ελληνικά. Μετά τα ελληνικά έρχονται κατά σειρά σαν γλώσσα συνεννοήσεως γενικά τα τούρκικα και τα ιταλικά.
Σε Τρίτη γραμμή τα αρμένικα και τα σπανιόλικα, η διάλεκτος των Εβραίων, τελευταία τα γαλλικά και τα αγγλικά. Ο αριθμός των Γερμανών της Σμύρνης δεν δικαιολογεί τα γερμανικά σαν τρέχουσα γλώσσα της συνοικίας των Φράγκων. Άλλωστε οι Γερμανοί δείχνουν, την κακή συνήθεια, για να μην πω, το μεγάλο εθνικό τους ελάττωμα, να αρνιούνται εύκολα τη γλώσσα τους και να χρησιμοποιούν τις ξένες γλώσσες”.
– Ludwig Ross, ”Ένα σκίτσο για τη Σμύρνη”, 1845.
”Α, αυτά τα σπίτια που τα καμάρωνα όταν περνούσαμε! Είχαν ένα συνήθειο στη Σμύρνη, να τρώνε με τις πόρτες ανοιχτές. Τα σπίτια ήταν διώροφα, πάντα υπερυψωμένα, με τρία – τέσσερα σκαλάκια και οι πόρτες τους έμπαιναν λίγο μέσα, ώστε το χειμώνα δε βρεχόσουν μέχρι να σου ανοίξουν. Όταν άνοιγε η πόρτα, αμέσως ήταν η τραπεζαρία. Λοιπόν τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα, τραπεζομάντηλα και η υπηρέτρια απαραίτητη – με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι – έφερνα τα φαγιά στο τραπέζι και έδινε σιωπηλά σε μία άλλη, βοηθό, ότι περιττό υπήρχε.
Ελληνικό σοκάκι
Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνιζόντουσαν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση και πάντα οι πόρτες ορθάνοιχτες και πάντα η υπηρέτρια όρθια πίσω στη γωνιά του τραπεζιού, κοίταζε να μη λείψει τίποτα και ν’ αλλάξει αμέσως σερβίτσιο.
Μου άρεσε, όταν περνούσα, να κοιτώ. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όλες οι πόρτες ανοιχτές την ίδια ώρα. Έτρωγαν κι έξω έπεφτε άπλετο φως, που σε προκαλούσε να κοιτάξεις μέσα”.
– Ανζέλ Κουρτιάν, ”Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν (μνήμες από τη Μικρασία, 1915 – 1924)”, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1980.
”Οι πρώτες μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ και κει σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και τη ψυχή μας με νέα θεάματα, και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούργιο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις μας κρατούσες σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομά του και τα προβλήματά του. Ήξερες που πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τι λέει όταν συναντιέται με έναν άλλον, που και πως διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τι πεθαίνει.
Εδώ το καινούργιο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τέλειωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε μείς, κι έτσι νιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ – Αλιότι, οι Κουλές, τα Τράσα, η Αγία Φωτεινή, η Αγία Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που το σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα ”Πολιτάκια” με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα”.
– Διδώ Σωτηρίου, ”Οι νεκροί περιμένουν”, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2011.
- Οθωμανικές Μαρμελάδες - Mar 29, 2021
- ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ: Το μεγάλο πογκρόμ στην Κωνσταντινούπολη - Sep 5, 2020
- Οι Σμυρνιοί πριν το 1922 - Dec 6, 2016