Το Αυτοκέφαλo Τουρκικό ”Ορθόδοξο Πατριαρχείο”- Η σχισματική ”εκκλησία” και οι Γκαγκαούζοι

9345

Το Αυτοκέφαλo Τουρκικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1921 στο Kayseri της Καπαδοκίας από τον ιερέα του Οικουμενικού  Πατριαρχείου Παύλο Καραχισαρίδη(1884-1968)  γνωστότερο  ως  Παπά Εφτίμ.

Ολες οι σχετικές ζυμώσεις  έγιναν στην διάρκεια  της Ελληνικής  εισβολής στην Οθωμανική επικράτεια (1919-1922) που αποκαλείται  κατ’ ευφημισμό  “Μικρασιατική Εκστρατεία”.

Με την ίδρυση του Τουρκικού Πατριαρχείου στην Ανατολή, επιχειρήθηκε η διάσπαση της  ενότητας της Ρωμαιορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας, με απώτερο σκοπό να αποκολληθή από  την  επιρροή του ελληνοκεντρικού οικουμενικού πατριαρχείου.

Ο Ευθύμ προσπαθεί να πείσει όλες τις ορθόδοξες κοινότητες που παραμένουν εκτός της ελληνικής  ζώνης κατοχής ότι η συνεργασία με την Άγκυρα είναι προς όφελός τους.

Αυτονόητο ότι τόσο ο ιδρυτής όσο  και οι οπαδοί του είχαν Τουρκική εθνική συνείδηση και δεν μιλούσαν Ελληνικά.

Ο Ευθύμ κατηγορεί το Πατριαρχείο για προδοσία και για το ότι προσπαθεί να εξελληνίσει τους  ορθόδοξους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι για αυτόν ήταν ουσιαστικά τουρκικής καταγωγής. Το  καλοκαίρι του 1922 με πρωτοβουλία του συγκαλείται στην Καισάρεια το Τουρκορθόδοξο  Εκκλησιαστικό Συνέδριο και το φθινόπωρο του ίδιου έτους ανακοινώνεται η ίδρυση του  Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 οι κυβερνήσεις της Άγκυρας ενίοτε υποστηρίζουν το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο και το χρησιμοποιούν κατά του Πατριαρχείου χωρίς ωστόσο να του εξασφαλίζουν μια έστω και στοιχειώδη εκκλησιαστική δομή.

Το 1923 κινητοποιώντας ένα  αριθµό Καραμανλήδων της συνοικίας του Γαλατά, ο Εφτίμ  κατέλαβε το ναό της Παναγίας Καφατιανής και κατόπιν το ναό του Σωτήρος Χριστού στη συνοικία  αυτή, καθώς και άλλους δύο ναούς.

 

Εκτός των ναών καταλήφθηκαν και τα βακουφικά ακίνητα που διέθεταν οι παραπάνω ενορίες. Ενας από τους ναούς ενοικιάσθηκε στην Αρμενική εκκλησία.Καταγράφησαν ακόμα έφοδοι σε εκκλησιαστικά ιδρύματα και καταλήψεις εκκλησιαστικών ακινήτων με την ανοχή του  Κεμάλ.Στις αρχές Ιουνίου του 1924 ο Εφτίμ μετέφερε την έδρα του πατριαρχείου του στον ναό της Παναγίας Καφατιανής στην ακτή του Γαλατά και άρχισε να τελεί την Θεία λειτουργία στην Τουρκική γλώσσα.

Επειδή το Ελληνικό Πατριαρχείο τον διέγραψε από τις τάξεις των κληρικών άλλαξε το κοσμικό του όνομά από Karahisaridis σε Zeki Erenerol. Η νέα Τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να τον βοηθήσει διορίζοντας τον Ζιχνί Οζνταμάρ  βουλευτή των Τουρκοορθοδόξων, ωστόσο  λίγοι από τους Ρωμιούς χριστιανούς της Πόλης αποδέχθηκαν την εξουσία του.

Οι καταπατήσεις των ιερών ναών καθώς και όλων των περιουσιακών στοιχείων αυτών συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Έτσι ουσιαστικά η τουρκορθόδοξη Εκκλησία καταλήγει να είναι οικογενειακή υπόθεση ιδιοποίησης της ακίνητης περιουσίας της  κοινότητας του Γαλατά.

Τον Ιανουάριο του  2008, η ξεχασμένη ιστορία του Τουρκικού Πατριαρχείου άστραψε στα φώτα της δημοσιότητας. Η εκπληκτική είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου: Ο  “Πατριάρχης“ Eftim IV κατά  κόσμον Paşa Ümit Erenerol και η χαριτόβρυθη αδελφή του Sevki Erenerol Hanum, συνελήφθησαν από την τουρκική αστυνομία μαζί με δεκάδες άλλους  ως μέλη  της υπερεθνικιστικής παρακρατικής οργάνωσης Ergenekon (Εργκένεκον), που σχεδίαζε ταραχές  και δολοφονίες  με σκοπό την πρόκληση χάους και την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.

Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των πιστών του έχει μειωθεί δραστικά και σήμερα δεν ξεπερνούν  τα 1000 άτομα ενώ μεγάλος αριθμός αυτών αποτελείται από τις λεγόμενες οικογένειες  Γκαγκαούζων, εκχριστιανισμένων Σελτζούκων που ακόμα και σήμερα αρκετοί βρίσκονται στην Μολδαβία και την Υπερδνειστιρία .

Οι περισσότερες θείες λειτουργίες γίνονται στα Τουρκικά και έχει συχνά έλλειψη ποιμνίου.

Η Εκκλησία του δεν αναγνωρίζεται από καμία  Ορθόδοξη Εκκλησία, θεωρούμενη  σχισματική και επίσης δεν έχει εκκλησιαστικού τύπου συνδιαλλαγές με άλλες ορθόδοξες εκκλησίες που βρίσκονται σε νομικό κόλλημα (όπως πχ την Εκκλησία των Σκοπίων)

Η εμπλοκή του σε δραστηριότητες των Γκρίζων Λύκων καθώς και σε λοιπές δραστηριότητες το εκθέτουν εξ’ορισμού.

Το τουρκικό πατριαρχείο έχει καταλάβει μερικά κτίρια του Φαναρίου με το οποίο βρίσκεται στα πολυετείς δικαστικές διαμάχες για περιουσιακά ζητήματα.

Οι Γκαγκαούζοι 

Οι Γκαγκαούζοι ή Γκαγκαβούζηδες θεωρούνται [απο Τούρκους ιστορικούς ως τουρκικό φύλο, το οποίο έχει εκχριστιανιστεί].  Έλληνες ιστορικοί τους χαρακτηρίζουν ως μικρασιάτες τουρκόφωνους και τους εντάσουν στους Καραμανλήδες(Τουρκόφωνοι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί) της Μικράς Ασίας.

Σύμφωνα με τις πιό σοβαρές ιστορικές πηγές στις οποίες όλοι συμφωνούν: Η εθνογένεση τους θα πρέπει να τοποθετηθεί το  1243 όταν το Σελτζούκικο κράτος της Μ. Ασίας διαλύθηκε απο τους Μογγόλους μετά τη μάχη του Κουσεντάγ. Σουλτάνος του
Ικονίου ήταν τότε ο Ιτζεδίν Καϊκαβούζ ο οποίος κατέφυγε στην αυλή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη.  Εικάζεται ότι η μητέρα του ήταν χριστιανή.

Είναι γεγονός ότι αυτή την ιστορική περίοδο έχουμε πολλές μετακινήσεις λαών απο τα βάθη της Ασίας προς την Μικρά Ασία και
την Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά στο Βυζάντιο επικρατούσε ένα σκληρό φορολογικό σύστημα, [Φεουδαρχικό]με αποτέλεσμα οι  αγροτικοί πληθυσμοί να αλλάζουν συχνά στρατόπεδο που στην προκείμενη ιστορική περίοδο έπερναν το μέρος των Σουλτάνων  και των Χαλίφηδων οι οποίοι τους υπόσχονταν καλύτερη ζωή. Η εμφάνιση του Ισλαμισμού, ως νέας θρησκείας που υπόσχονταν  καλύτερη ζωή τους, η διαλακτική στάση των Σουλτάνων που είχε ως σκοπό να αυξήσουν το στρατό τους, επέδρασε πάνω στους  πληθυσμούς της Μικράς Ασίας που εύκολα άλλαζαν πολιτικό στρατόπεδο αλλά δεν άλλαζαν θρησκευτικό στρατόπεδο.

Έτσι με αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι ο Σουλτάνος του Ικονίου είχε πολλούς χριστιανούς υπηκόους, οι οποίοι τον επιρρέαζαν ως
προς την στάση του απέναντι στο Βυζάντιο. Υπάρχει και η παραδοχή που μας μεταφέρεται απο ορισμένους ιστορικούς ότι ο
Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, έδωσε άδεια εγκατάστασης του Σουλτάνου και του λαού του στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Επειδή είχε σωθεί απο τον Σουλτάνο όταν είχε λιποτακτήσει απο το βυζαντινό στρατό, μετά απο μιά αποτυχημένη  προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας και του θρόνου.

Το 1259 περίπου, εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Βουλγαρία, στην περιοχή της Βάρνας- Μπάλτζικ και Καβάρνας, όπου δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Καβάρνας.

Η εγκατάσταση σε αυτό το χώρο έγινε εσκεμμένα απο τον Βυζαντινό αυτοκράτορα διότι επιθυμούσε να διαφυλάξει τα βόρεια  σύνορα του απο τις συνεχείς επιδρομές Κουμάνων και Πετζενέκων. Έτσι ξεπλήρωσε την υποχρέωση που είχε απέναντι στον  Σουλτάνο και είχε ήσυχο το κεφάλι του για 124 χρόνια τουλάχιστον απο τις επιδρομές αυτές στα βόρεια σύνορα της  αυτοκρατορίας.

Το Δεσποτάτο διαλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1383. Στο Δεσποτάτο υπήρχαν 68 χωριά στα οποία  κατοικούσαν Γκαγκαβούζηδες. Μετά τη διάλυση του Δεσποτάτου ένα τμήμα πλυθησμού των Γκαγκαούζων ακολούθησε τους  πρίγκηπες του και εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Νέας Ζίχνης Σερρών και στα περίχωρα της Βέροιας, ενώ οι υπόλοιποι  διασκορπίστηκαν στη Βουλγαρία και στην Ανατολική Θράκη.

Αργότερα συμμετείχαν στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους στο πλευρό των Ρώσων. Για το λόγο αυτό κυνηγήθηκαν απο τους Οθωμανούς και διασκορπίστηκαν  στη Βουλγαρία [Πάζαρτζικ, Γιάμπολ]και στην Ανατολική Θράκη, στην περιοχή [Χάψας-Αδριανούπολη], όπου εγκαταστάθηκαν σε  15 χωριά. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός των Γκαγκαβούζηδων ακολούθησε τον Ρωσικό στρατό για να αποφύγει τα αντίποινα των  Οθωμανών και εγκαταστάθηκε στη Βεσσαραβία στην σημερινή Νότια Μολδαβία.

Κατά την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης απο τον ελληνικό στρατό το 1919 συγκρότησαν το πρώτο σύνταγμα του ελληνικού στρατού, με 700 άνδρες και σύμφωνα με τον Γενικό Διοικητή της Θράκης Γεραγά διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.

Με  τη συνθήκη της Λωζάνης θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ανταλλάξιμοι ως φανατικοί έλληνες και υποχρεώθηκαν να  εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να εγκατασταθούν στην επαρχία Ορεστιάδας και Διδυμοτείχου σε 21 χωριά. Ο κύριος όγκος  τους είναι εγκαταστημένος στα χωριά: Οινόη, Σαγήνη, Κλεισώ, Αμμόβουνο, Θούριο, Λεπτή, Κέραμος, Καναδάς, κλπ.

—————————————————————————–

 

omogeneia-turkey.com