Γράφει ο Λευτέρης Θεοδωρίδης,
50 Χρόνια στρογγυλά… ολοστρόγγυλα! Μέρες τώρα, τι μέρες…. μήνες θα έλεγα, λογάριαζα με το μυαλό μου αυτή τη μέρα πως θα ‘τανε αλλιώτικη από τις άλλες. Γιατί; Μα γιατί θα «έκλεινα» 50 χρόνια στην Ελλάδα. Τώρα γιατί ο κόσμος πιστεύει, κρατάει και «γιορτάζει» τις επετείους με ιδιαίτερη λαμπρότητα τις «στρογγυλές» χρονιές είναι ένα μυστήριο που έχει απαντηθεί προ πολλού και πριν από ‘μένα. Γιατί δηλαδή τα 100 χρόνια έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα 99 ή τα 101; Μπόσβερ (δε βαριέσαι) ας μη μπλέξουμε σε φιλοσοφικά διλήμματα!
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Έλεγα λοιπόν ότι αυτή τη μέρα κάτι πρέπει να γράψω… έτσι σαν φόρο τιμής, να ξανα-σκαλίσω τις μνήμες μου, το θυμικό μου. Φόρο σε ποιον θα μου πείτε; Στους γονιούς που «φύγανε» νωρίς; Στα παιδιά μου; Σε ‘μένα τον ίδιο; Ξέρω ‘γω… από την άλλη ρωτούσα στον εαυτό μου (αλήθεια εσείς μιλάτε με τον εαυτό σας ή μόνο εγώ έχω αυτή τη «λόξα»;… και μιλάμε για κανονική συνομιλία, με ερωτήσεις και απαντήσεις!) «…και ποιος ενδιαφέρεται αν εσύ έκλεισες 50 χρόνια στην Ελλάδα;» «Μάλλον κανείς!….αλλά πάλι νοιώθω βαθιά μέσα μου ένα πρέπει» «Ε, τότε κάντο!» «Από την άλλη όμως ψιλο-βαριέμαι! Θα χρειαστεί να το προετοιμάσω μέρες πριν….» «Ε, τότε άστο ρε φίλε – ναι είμαι φίλος με τον εαυτό μου, σπάνια τσακωνόμαστε! – ανάλογα πως θα ξυπνήσεις… άμα έχεις κέφι γράφτο διαφορετικά άστο να πάει»….. Χμμ, τελικά με έπεισε ! Μπορεί να μη το δούλεψα από πριν (ο ύπνος με παράτησε ξημερώματα, με έτρωγε η ιδέα) αλλά το χτένισα ξανά δυό μέρες μετά και να ‘μαστε! Επικράτησε η ανάγκη!
Τι θυμάμαι από ‘κείνες τις μέρες λοιπόν… γιατί υπήρξε το πριν και το μετά. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Είναι γεγονός ότι οι φίλοι μας οι Τούρκοι το ‘χανε κακό να κάτσουνε στα αυγά τους για μακρύ διάστημα! Μετά τα Σεπτεμβριανά και το γνωστό πογκρόμ κατά της ομογένειας βρήκανε αφορμή για άλλη μια φορά το Κυπριακό (τι άλλο;) για να ξεσηκωθούν για το τελικό ξεκαθάρισμά! Το σχέδιο τους είχε όνομα: Απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων και εξαναγκασμό των Ρωμιών, των Ελλήνων δηλαδή με Τουρκική υπηκοότητα, σε φυγή. Από τότε βρεθήκαμε με τον τίτλο «εξαναγκασθείς» να συνοδεύει την ταυτότητά μας στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τους συμπολίτες μας με Ελληνική υπηκοότητα που έφεραν και φέρνουν τον τίτλο του «απελαθέντος».
Την εποχή εκείνη λοιπόν, μαθητής στο Γερμανικό σχολειό (πολλά παιδιά τότε επέλεγαν, ή μάλλον οι γονείς τους επέλεγαν, μετά το δημοτικό να συνεχίσουν την μαθητεία τους αντί σε ένα Ελληνικό Γυμνάσιο όπως ήταν και είναι – για πόσο ακόμα άραγες; – το Ζωγράφειο ή η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ένα ξενόγλωσσο σχολειό για ένα καλύτερο(;) μέλλον….) άρχισα να νοιώθω στο πετσί μου τις παρενοχλήσεις από κάνα-δυό Τουρκάκια συμμαθητές μου, bullying το λένε τώρα, του τύπου «γκιαούρη οι δικοί σας σκοτώνουν στην Κύπρο τα αδέλφια μας», «μη μιλάτε Ελληνικά ρε, μόνο Τούρκικα» το κλασσικό Vatandaş Türkçe konuş, μικροσπρωξίματα στο διάλλειμα δήθεν κατά λάθος κ.τ.λ.
Οι γονείς μου προφανώς προβληματισμένοι από όλη αυτή την κατάσταση αλλά και την γενικότερη ατμόσφαιρα στην Πόλη άρχισαν να ψάχνονται όπως και οι περισσότεροι άλλωστε για το τι μέλλει γενέσθαι… Κολλητά σε αυτό άρχισαν και οι απελάσεις όπως είπαμε πιο πάνω, μεταξύ αυτών και ένας θείος μου, οπότε αρχίνησαν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο…
– Τι θα κάνετε εσείς; Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Οι πιο πολλοί σκέφτονται Ελλάδα…
– Που να πάμε εκεί, δεν ξέρουμε κανένα;
– Κάτι θα βρούμε, είναι ένας ξάδελφος εκεί…
– Μα δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ!
– Θα τον βρούμε! Ας μη χάνουμε την ελπίδα μας!
Τελικά κάπου ξετρυπώθηκε η αντρέσα του θείου Σωκράτη – Θεός σχωρέστον –
– …το και το ξάδελφε λέμε να κατέβουμε Αθήνα, από δουλειές πως πάνε τα πράγματα;
– Ελάτε βρε παιδιά με της ευκή της Παναγίας και κάτι θα κάνουμε.
Ας είναι καλά αυτός ο Άγιος άνθρωπος εκεί στον παράδεισο που –σίγουρα- βρίσκετε…. μας στήριξε όσο μπορούσε… μάλιστα επειδή παιδιά δεν αξιώθηκαν να κάνουν με το Ολγί του, νομίζω μας υιοθέτησε όλους πακέτο τον πρώτο καιρό….
– Ελάτε αύριο να φάμε όλοι μαζί!…. αμέτρητα τα αύριο…. Έχει ανοίξει η χήρα και ένα καινούργιο γιοματάρι!
Αυτή η ταβέρνα της «Χήρας» (έτσι την ήξεραν όλοι κι ας είχε απέξω ταμπέλα «Η άμπελος» ή κάτι τέτοιο, όλοι σαν ταβέρνα της «Χήρας» την ήξεραν) ή μάλλον η ίδια η χήρα έγιναν αφορμή για ατελείωτα καλαμπούρια! Ο καημένος ο θείος την τιμούσε δεόντως την ρετσίνα (τότε όλοι ρετσίνα έπιναν, δεν ήταν της μόδας τα διάφορα καμπερνέ, μοσχοφίλερα κ.λ.). Κάθε βράδυ πριν στρώσει το Ολγί τραπέζι θα πήγαινε ο Σωκράτης απέναντι στη χήρα με την καράφα για το καθιερωμένο γέμισμα.
– Γιατί ρε Σωκράτη δεν παίρνεις την νταμιτζάνα να μη τρέχεις κάθε βράδυ στη χήρα;
– Α, το θέλω φγέσκο με τα αγώματα από το βαγέλι (είχε μια δυσκολία με το ρο!)
– …..και που το βάνει η χήρα το κρασί και κάνεις κάνα μισάωρο να γυρίσεις;
– Στο κελάγι, πίσω με τα κάγβουνα!
Και δώστου κεπαζελίκη(χαβαλές, πλάκα) με τα υπονοούμενα και τα χωρατά! Στην πραγματικότητα ο ζάβαλης (φουκαράς) έκανε «προθέρμανση» στην ταβέρνα για να μη φαίνεται ότι ξεπερνάει το όριο της καράφας που του είχε βάλει το Ολγί! Κρασί και τσιγάρο, αυτά τον φάγανε!
Πίσω στην Πόλη ξανά και αμ΄ έπος αμ΄ έργον (αυτό το γκουγκλάρισα, μέχρι τώρα νόμιζα πως είναι αμ πως αμ έργον!!! κάτι μαθαίνεις σκαλίζοντας τις αναμνήσεις!!!) καταστρώθηκαν σχέδια, μπήκαν ημερομηνίες στο τραπέζι, η 29 Αυγούστου που λέγαμε, άρχισαν δειλά-δειλά οι πρώτες προετοιμασίες, σους-πους μη μας πάρουνε χαμπάρι οι «γείτονες», ποτέ δεν ξέρεις!
Αυτό που θυμάμαι πιο χαρακτηριστικό είναι ότι αταξίδευτοι άνθρωποι εμείς, μέχρι Προύσα είχαμε πάει μέχρι τότε, με αεροπλάνο μάλιστα και για του λόγου το αληθές υπάρχουν ακόμα κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες μπροστά σε μια Ντακότα στο αεροδρόμιο του Uludağ!, δεν είχαμε καθόλου βαλίτσες παρεκτός μια κίτρινη δερμάτινη χιλιοταλαιπωρημένη βέβαια αλλά «δερμάτινη» – την είχαμε ακόμη μέχρι πρόσφατα αλλά από μετακόμιση σε μετακόμιση έλιωσε και την πετάξαμε, (τώρα που το ξανασκέφτομαι πολύ κακώς πράξαμε, πετιούντε οι αναμνήσεις;) !!! Κάποιος μας πληροφόρησε λοιπόν ότι κοντά στη γέφυρα του Γαλατά ένας συμπολίτης μας είχε εργαστήριο τσαντών και έφτιαχνε για την περίσταση βαλίτσες «οικονομικές». Όντας καλοκαίρι και χωρίς σχολικές υποχρεώσεις δούλευα τότε, για το χαρτζιλίκι μου, σε ένα τυπογραφείο στο Karaköy που έβγαζε μάλιστα και μια βδομαδιάτικη εφημερίδα, την Κυριακάτικη Πρωΐα με εκδότη τον Μάρκο Κωνσταντινόπουλο – έκλεισε το 1967 θυσία κι αυτή της μαζικής φυγής μας και της ερήμωσης – σαν μαθητευόμενος στοιχειοθέτης που πάει να πει σχηματίζαμε στο συνθετήριο λέξεις με μεμονωμένα τυπογραφικά στοιχεία ένα-ένα για να τυπωθεί στη συνέχεια η εφημερίδα, τέχνη που εξαφανίστηκε με την καθιέρωση της λινοτυπίας που και αυτή στη συνέχεια εξαφανίστηκε από…. όπα ξεφύγαμε! Για τις βαλίτσες λέγαμε! Μου αναθέσανε λοιπόν να περάσω από τον μάστορα, μια που ήτανε «πάνω στο δρόμο μου», να κάνω την οικογενειακή παραγγελιά, τη δική μας και της θείας…. του θείου που είχαν απελάσει με «20 δολάρια, 20 κιλά». Τώρα πρέπει να εξηγήσω οπωσδήποτε τι σημαίνει αυτό αλλιώς θα φαίνεται ξεκάρφωτο! Είναι μια ατάκα που καθιερώθηκε, από το βάρος και το χρηματικό ποσό που επετράπη στους απελαθέντες Έλληνες κατοίκους της Πόλης, να έχουν μαζί τους την ώρα που διέσχιζαν τα σύνορα, διωγμένοι από τον τόπο τους.
Η εικόνα που αντίκρισα δεν περιγράφεται! Κόσμος, ουρά, ένα ατελιέ , ημι-υπόγειο ήτανε, ανάστατο και ο «μάστορας» τρελαμένος και μόνος του, μούσκεμα στον ιδρώτα, από τη μια να κρατάει παραγγελίες σε ένα μπακαλοντέφτερο και από την άλλη να προσπαθεί να δικαιολογήσει τις καθυστερήσεις στους πελάτες που είχαν προηγηθεί πολλές μέρες πριν.
– Παιδιά δεν προλαβαίνω , κάντε υπομονή…
– Μα έχουμε βγάλει διαβατήρια…. μπιλιέτα(εισιτήρια) για την Τετάρτη… φεύγουμε… πότε θα μαζευτούμε;
– Υπομονηηηηή τι θέλετε να κάνω; Όποιος βιάζεται ας πάει αλλού!
Τέλος πάντων κάποια στιγμή ήρθε η σειρά μου…
– Πόσες θέλεις;
– Εεεε είκοσι (10 για μας, 10 για τη θεία του θείου μη τα ξαναλέμε!)
– Είκοσι; Καλά πέρνα σε 10 μέρες και βλέπουμε….
– Μα,….
– Δε γίνεται πιο γλήγορα, ….τις θέλεις; Τι να ‘κάνα… τις ήθελα!
Στις 10 μέρες, μετά το σχόλασμα, βραδάκι, πήγα πάλι από ‘κει. Ευτυχώς ήταν μόνος του…
– Έτοιμες οι βαλίτσες μου;
– Πασάκα μου δεν πρόλαβα, βλέπεις τι γίνεται….
Έβλεπα. Κάθισα λίγο παράμερα, αμήχανος, – και τώρα τι λένε στο σπίτι που η Κυρά Ευδοκία, η μάνα μου, είχε τα ασπρόρουχα στοιβαγμένα σε καρέκλες από ‘δω κι από ‘κει; Στη θεία; Που θα έφευγαν και πριν από μας; Τέλος πάντων με λυπήθηκε φαίνεται έτσι όπως με είδε….
– Να, έχω δυο έτοιμες για έναν που δεν ήρτε να τις πάρει ακόμα, θέλεις να στις δώκω να κάνεις τη δουλειά σου και να ‘ρθεις πάλι αύριο;
Ήθελα! Υπό μάλης τις βαλίτσες, πρώτα από το Τζιχανγκίρι που έμενε η θειά μου η Ζωή, Θεός σχωρέστην κι αυτή, να παραδώσω την μία και μετά ντογρού (ίσα) για το σπίτι στο Ταξίμ να μη πάω με άδεια χέρια!
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο σκηνικό… ο μάστορας κάθιδρος να παλεύει με πριόνια, σφυριά, κόλες ….
– Έτοιμες είναι;
– Μπααα, που να προλάβω…. δύο θα πάρεις πάλι ….
– Μα τις χρειαζόμαστε θα με μαλώσουν (και καλά!!)
– Τι να κάνω… βλέπεις τι γίνεται!. Έβλεπα. Πως μου ήρθε ξαφνικά;
– Αν σε βοηθήσω θα μου δώσεις 4; Με κοίταξε καλά-καλά.
– Θα τα καταφέρεις;
Γιατί όχι; Είχα δει τη μέθοδο του. Μη φανταστείτε τίποτα περίπλοκες κατασκευές. Είχε κομμένες βέργες από ελαφρύ ασπρόξυλο, χοντρά χαρτόνια που τα κάρφωνε επάνω στο σκελετό, χρωματιστά χαρτιά για εσωτερική επένδυση, πράσινο και μπλε κάμποτο για απ’ έξω, δυο κλειδαριές, τέλος. Μου έδειξε το εύκολο μέρος βέβαια, πώς να κόβω και να κολλάω τα χαρτιά, να τσιτώνω τα πανιά, τέτοια πράγματα. Εν μία νυκτί έγινα μαστοράκι. Αυτό ήτανε. Τέσσερεις κάθε μέρα και συνέχισα να πηγαίνω και μετά την παραγγελία για κάνα-δυό μέρες εθελοντικά γιατί τον λυπήθηκα με τα ζόρια που τράβαγε. Μου άρεσε κιόλας βέβαια!
Τελικά αυτές οι βαλίτσες κουβαλήσανε όλο το βιός μας, ή σχεδόν όλο, στη Αθήνα. Μάλιστα τον πρώτο καιρό η κυρά-Ευδοκία αφού εγκατασταθήκαμε όπως-όπως σε ένα σπίτι στον Άγιο Παντελεήμωνα, τότε ήταν συνοικία, ας πούμε περιωπής, όχι βέβαια σαν το Π.Φάληρο και Αμφιθέα που μάζευαν αρκετούς Πολίτες αλλά τέλος πάντων κατοικήσιμη σε αντίθεση με σήμερα που, ας με συγχωρήσουν οι συγγενείς και φίλοι μου που μένουν ακόμα εκεί αλλά έχει μετατραπεί σε γκέτο….. Ξέφυγα πάλι! Λέγαμε για την κυρά-Ευδοκία που έβαζε τις βαλίτσες τη μία πάνω στην άλλη, τις σκέπαζε με ένα κλαρωτό μακάτι (κάλυμμα) και τις έκανε να μοιάζουν με μπουρό (συρταρωτό έπιπλο). Άλλο βέβαια όταν έψαχνες κάτι που τύχαινε – πως διάολο! – μαντέψτε… στην τελευταία βαλίτσα από πάνω , της τα ‘κανες σαν «σαν πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους» ένα πράγμα….
– Πότε θα ησυχάσω πια με σας; Όλα άνω κάτω μου τα κάνετε…
Όπου «σας» εγώ και ο Κυρ-Αλέκος! ……και ησύχασε σύντομα….. 52 καλοκαίρια φάνηκαν πολλά στον εξ’αποδώ και φρόντισε να της τα κόψει….. πρόλαβε βέβαια να δει την εγγονή της δυό μηνώ – να τη δει, όχι να την χαρεί …. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες στην κλινική, κάπου στη Λεωφόρο Αλεξάντρας, μέχρι να γίνουν οι εξετάσεις για το χειρουργείο, είχε ακόμα πνοή μέσα της, έβγαινε στο παράθυρο από το σαλόνι του 2ου ορόφου και της έδειχνα από κάτω τη μικρή στο πορτ-μπεμπέ, εκεί είδα τα τελευταία της χαμόγελα…. Μερικές μέρες μετά την επέμβαση ξόδεψε ότι της είχε απομείνει για να ξαναβγεί στο παράθυρο «Να μάνα εδώ είναι το μωρό…» Τίποτα …. Δεν είχε τακάτι (κουράγιο) ούτε να χαμογελάσει, ούτε να της κάνει με το χέρι κούπεπε, τίποτα…. Αυτό ήταν, τέλος.
Μερικούς μήνες μετά κάναμε τα βαφτίσια. Φωτογράφο δεν κλείσαμε. Ήθελα να βγάλω το καλλιτεχνικό μου με το τελευταίο μου απόκτημα μια Olympus Chinon CX. Νομίζω τα κατάφερα. (Αντίθετα στη βάφτιση του Αλέξανδρου, δυόμιση χρόνια μετά, τα έκανα μαντάρα! Έκαψα όλα φίλμ! Έτσι το μωρουδίστικο του άλμπουμ έμεινε λειψό!) Όταν πλησίασε η ώρα να πει ο παππάς «….και το όνομα αυτής Ευδοκία» πήγα στα ακριανά στασίδια, τάχαμου να αλλάξω φίλμ, δεν άντεχα μπροστά σε τόσο κόσμο να με πάρουν τα ζουμιά….. φευ… και τα ζουμιά με πήραν και οι καλεσμένοι το ίδιο… με πήραν χαμπάρι…
Κάπου χάσαμε τη σειρά αλλά έτσι είναι αυτά. Σκόρπια. Όπως οι αναμνήσεις. Όσο και να θες δεν είναι εύκολο να τις βάλεις σε τάξη. Αφού τέλος πάντων μαζεύτηκαν όλα όσα είχαμε αποφασίσει να μας συνοδέψουν στο μεγάλο, για την εποχή, ταξίδι…. ρούχα κατά βάση, πιατικά, το «καλό» σερβίτσιο της μάνας μου προσεχτικά αμπαλαρισμένο ανάμεσα σε πουκάμισα, παντελόνια, σώβρακα…. μη σπάσει κάτι και μας μείνει παράταιρο το τακίμι (σετ)! Παρεμπιπτόντως το εν λόγω σερβίτσιο αφού επέζησε μέσα από μπαούλα, κασόνια, ριγμένα όπως-όπως μέσα σε φορτηγά, σεισμών (αργότερα βέβαια), λοιμών και καταποντισμών εδέησε σώο και αβλαβές να καπαρωθεί από την κόρη μου, όταν πήγε στο καινούργιο της σπίτι! Εργαλεία του Κυρ-Αλέκου, ψαλίδια, σίδερα, μασούρια, πασκαρό (κάτι σαν σιδερώστρα), λουστράνες (λινάτσα που έμπαινε ανάμεσα στο καυτό σίδερο και στο ύφασμα για να μη βγαίνει η γυαλάδα), χάρακες και ένα σωρό αλλά σχετικά με το ραφτάδικο που θα έστηνε πάλι από την αρχή.
Η προσωπική μου «περιουσία», τα βιβλία μου δηλαδή, η Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, η Hayat Ansiklopedisi και άλλα πολλά συσκευάστηκαν σε κούτες. Μόνο τα γραμματόσημά μου δεν μπόρεσα να πάρω μαζί γιατί, λέει, δεν θα «περνούσαν» από το τελωνείο… ως τιμαλφή!!! Σε μια κολώτσεπη από ένα μαύρο κοτλέ κοντοπαντέλονο (άκου τι θυμάμαι τώρα!) κατάφερα να σώσω μόνο μια ασφράγιστη συλλογή από 67+67 γραμματόσημα, την «Bölgeler ve Şehitler» αναφορά στους 67 νομούς της Τουρκίας. Αναμνηστικό από τον νονό, αδελφό και κουμπάρο του πατέρα μου, που μου κόλλησε το μικρόβιο του γραμματοσημοσυλλέκτη. Κουντουρατζής ήτανε στο επάγγελμα…. παπουτσής! Όταν έφυγε κι αυτός, εδώ πια στην Αθήνα, μου έπεσε μοιράσι (κληρονομιά) το τάβλι του! Ακόμα μ’ αυτό δίνουμε κάθε μέρα «μάχες» με την Άννα – τα πούλια άλλαξα μόνο – για να σκοτώσουμε την ώρα μας! Μάχες κανονικές! Γράφει και το σκορ μάλιστα, γιατί λέει ξεχνάω και τ ην κλέβω! Καλά μιλάμε έχει ένα ζάρι άλλο πράγμα! «Για μπαρμπούτι είσαι» την πειράζω! Κι ας ξέρει μόνο πόρτες και φεύγα! Στο πλακωτό λέει δεν τα καταφέρνει γι αυτό δεν της αρέσει! Που είχαμε μείνει; Α, ναι στα κιβώτια! Στα κιβώτια με τα βιβλία που έγιναν αφορμή να περάσουμε πιο γρήγορα τον τελωνειακό έλεγχο ως εξής:
Τα πούλμαν που ξεκινούσαν νυχτιάτικα για να είναι πρωί-πρωί στα σύνορα, αντάμα με τα φορτηγά τίγκα γεμάτα με βαλίτσες, μπαούλα, γιούκα (στοίβες από ρούχα τυλιγμένα συνήθως σε ένα μεγάλο σεντόνι ή κάτι τέτοιο), κιβώτια και ότι άλλο βολευόταν ο καθένας για να μεταφέρει το βιός του, με κόπο αποκτημένο (μη τα’ αφήσει πίσω όλα), έφταναν ξημερώματα στο τελωνείο. Αυτοί (οι τελωνιακοί) υποχρέωναν τον κόσμο όοοολα εκείνα που ζουλιγμένα, στραπατσαρισμένα, φύρδην –μίγδην, βρίσκονταν στοιβαγμένα στα φορτηγά να μεταφέρονται μπροστά τους , να ανοίγονται ένα-ένα για τον «έλεγχο».
– Κανείς δεν φεύγει αν δεν περάσουν όλα από τον πάγκο.
Είχε φτάσει μεσημέρι ,ντάλα ο ήλιος, μιλιούνια ο κόσμος, σπρωξίματα, χαλασμός, δίψα αλλά πάνω απ’ όλα αγωνία!
– Θα τα περάσουμε;
Τι να περάσουμε δηλαδή; Καμιά χρυσή αλυσιδίτσα ραμμένη στο στρίφωμα του μαντό…. κάνα παραπανίσιο δολάριο χωμένο στον πάτο για τις πρώτες ανάγκες…. και που να τολμήσεις να σκεφτείς το μπαχτσίσι;
– Και αν μας κάνουνε τίποτα;
– Τι;
– Άσε να δούμε…
Κάποια στιγμή έφτασε η σειρά μας… ανοίγει το πρώτο κιβώτιο… «Ελευθερουδάκης», το δεύτερο βιβλία… το τρίτο, το τέταρτο ..το ίδιο!
– Καλά όλο βιβλία έχετε μαζί σας; – ο Τούρκος με τη μουστάκα….
– Ε, να το παιδί τα πήρε μαζί του για να διαβάσει στις διακοπές….
Α, ξέχασα να σας πω ότι ο επίσημος λόγος του ταξιδιού ήταν «Τουρισμός»! Τουρισμός με ένα φορτηγό μπαγκάζια! Αλλά έτσι έπρεπε να δικαιολογηθεί το ντοβίζ (συνάλλαγμα)… Όπως είπαμε η ζέστη αφόρητη, ήμασταν και από τους τελευταίους, βαρέθηκαν κι αυτοί …
– Hayde toplayin hepsini! (μαζεύτε τα όλα)
Έτσι γλυτώσαμε κάπως την παραπανίσια ταλαιπωρία! Εν τω μεταξύ για να περάσει η ώρα, που δεν περνούσε με τίποτα, η πιτσιρικαρία είχαμε αμοληθεί στον γύρο χώρο για σουλάτσο και παιχνίδι.
– Μη πας μακριά να σε βλέπω!
– Εντάξει!
Εκεί που τριγυρνούσα πέρα-δώθε, φροντίζοντας όμως και να μπορεί να με «βλέπει», να σου ξαφνικά μπροστά μου ο παλιός μου συμμαθητής από το Ζάππειο Δημοτικό (κανονικά Ζάππειο Παρθεναγωγείο λέγεται αλλά θα με πάρετε στο ψιλό όπως τότε που μας λέγανε Ζαππίδες ή σταφίδες περιπαικτικά οι φίλοι μας από τα άλλα σχολειά, που πηγαίναμε εμείς τα αγόρια σε «Παρθεναγωγείο»!) ο Γιώργος ο Φαρμάκης, Θεός σχωρέστον κι αυτόν – έφυγε πολύ νωρίς σαν τη μάνα μου, παπί στον ιδρώτα με μια μπάλα στο χέρι. Είχαμε ξεκινήσει την ίδια μέρα με το καραβάνι της μεγάλης φυγής, Σάββατο 29 Αυγούστου του 64, εμείς με τον «Παυσανία» που είχε γραφεία ακριβώς κάτω από το σπίτι μας στο Zambak σοκάκι, με κάποιο άλλο πρακτορείο εκείνοι «Λεωνίδας Τουρς»; … δε θυμάμαι θα σας γελάσω …
– Παίζουμε τόπι;
Μια που τον είδα μια που τον έχασα…. Θα συναντηθούμε καμιά δεκαριά χρόνια μετά στην Ερμού, έξω από τον Καλυβιώτη που περίμενα την Άννα να σχολάσει … εκείνος χέρι-χέρι με τη Σοφούλα…
– Έλα ρε συ τι κάνεις, πως από δω;
– Βγήκαμε μια βόλτα στις βιτρίνες …. πάντοτε του άρεσε το χάζι όσο το βαριόμουνα εγώ και ακόμα το βαριέμαι …
– Να μη χαθούμε τώρα που ξαναβρεθήκαμε…
Και δεν χαθήκαμε όντως. Εκδρομές, Σαββατιάτικα ακσαμτζιλίκια (βραδινά τσιμπούσια), διακοπές μαζί, αργότερα παιδικά πάρτι… γενέθλια, Τετάρτες παρέα με τις πρώτες χρωματιστές TV…. Πρωταθλητριών, Κυριακάτικο μπάνιο στο Μαύρο Λιθάρι…. Ακόμα τα λέμε με την Σοφούλα κι ας είμαστε αλλού πια…. Μέσω Skype! Η τεχνολογία βλέπεις!
Πίσω στα σύνορα. Κάτι έπρεπε να κάνω για να περάσει η ώρα, αφού έμεινα πάλι μόνος. Το αν μου σφηνώθηκε η ιδέα ΄κείνη τη στιγμή ή το ‘χα προγραμματισμένο στο μυαλό μου, δεν θυμούμαι ακριβώς, αλλά επηρεασμένος από ένα διήγημα(;), μυθιστόρημα (;) όπου ο πρωταγωνιστής φευγάτος χρόνια από την ιδιαίτερη πατρίδα του και μέγας πατριώτης, κυκλοφορούσε με ένα πάνινο πουγκί στη τσέπη του και όταν τον ρωτούσαν «Τι είναι αυτό;» τους αποκρινόταν «Μια χούφτα χώμα από το χωριό μου! Όταν πεθάνω θέλω να με θάψετε με αυτό στην καρδιά μου επάνω!» Από ολόκληρο το βιβλίο μονάχα αυτή τη σκηνή θυμάμαι…. ούτε τίτλο ούτε τίποτα. Δουλειά δεν είχε ο διάολος , δουλειά βρήκε να κάνει! Θες με την παιδική μου αφέλεια, θες με την συγκινησιακή φόρτιση του από στιγμή σε στιγμή αποχωρισμού από την πατρίδα για ένα άγνωστο τόπο όσο και αν αυτός ήταν η Ελλάδα, άρχισα να ψάχνω χώμα και σακουλάκι, γύρω από το τελωνείο, να αντιγράψω τον ήρωα του βιβλίου μου! Για το μεν σακουλάκι βολεύτηκα με μια ζελατίνη από ένα άδειο πακέτο τσιγάρα που βρήκα πεταμένο, όσο για το χώμα εκεί στην ερημιά άφθονο! Μια κόκκινη κορδέλα στο καλαθάκι με τα σκουπίδια, προφανώς από κουτί γλυκών που είχαν καταναλώσει για να ξεγελάσουν κάποιοι την πείνα τους, έκανε τη δουλειά του αμπαλάζ! Το σακουλάκι αυτό «επέζησε» πάρα πολλά χρόνια. Μάλιστα τον πρώτο καιρό που το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας ήταν φτωχό από στολίδια και φούσκες βρήκε τη θέση του εκεί! Μετά έγινε θεσμός και κάθε χρόνο κρεμιόταν στα πίσω κλαδιά για να αποφεύγω τις πολλές εξηγήσεις στην ερώτηση «Τι είναι αυτό καλέ;» Σε μια από τις πολλές μετακομίσεις που κάναμε χάθηκε! Έτσι έχασα και ‘γω την ευκαιρία να μιμηθώ τον ήρωά μου!
Δυό-τρία περιστατικά ακόμη και κλείσαμε! Δεν θα σας κουράσω άλλο! Όσους είχατε δηλαδή την υπομονή να αντέξετε μέχρι εδώ!
Το ένα είναι από την πρώτη μου εμπειρία αντιμετώπισης των ντόπιων στο άκουσμα της «πολίτικης» τοπολαλιάς. Αφού εδέησαν να ξεκινήσουνε τα πούλμαν και περάσαμε στους Κήπους, το πρώτο ελληνικό φυλάκιο, με τις απαραίτητες συγκινήσεις, κάποια κλάματα “kurturulduk” (γλυτώσαμε) και τα τοιαύτα (εδώ θα μπορούσα να γράψω απλώς «κ.τ.λ.» αλλά ήθελα να μνημονεύσω μια «Ελληνικούρα» που επαναλάμβανε συνέχεια ο Κυρ-Αλέκος όταν αφηγούνταν ιστορίες!) φτάσαμε αργά το μεσημέρι – απόγευμα σχεδόν – στην Αλεξανδρούπολη και σε ένα παραλιακό εστιατόριο. Πρώτο πιάτο στην Ελλάδα μακαρόνια με κιμά! Ναι αλλά έπρεπε πρώτα να πάω στο μέρος (τουαλέτα!) να πλύνω χέρια «έτσι» θα έτρωγα; Βουρ λοιπόν στο πρώτο γκαρσόνι που βρήκα μπροστά μου.
– Μου λέτε που είναι το μουσλούκι; Τόμπολα ο τύπος!
– Τι πράγμα;
– Το μουσλούκι…. να πλυθώ …
– Ααα τη βρύση λες εκεί στο βάθος!
Ντροπιάστηκα, που δε θα ‘πρεπε, αλλά έβαλα στο μυαλό μου να μάθω τα «Ελληνικά» το ταχύτερο…. και όντως μέσα σε ελάχιστο χρόνο προσαρμόστηκα τόσο στην προφορά όσο και στην απαλοιφή των ιδιότυπων πολίτικων λέξεων. Στο μήνα επάνω κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ήμουνα από την Πόλη. Τώρα καλώς…. κακώς…. έτσι έγινε…
Το δεύτερο ήταν όταν βρέθηκα με την μία στην οδό Αχαρνών…. Τι τεράστιος δρόμος ήταν αυτός;…. και ΄μεις που είχαμε το Πέρα σαν την κεντρική μας λεωφόρο και καμαρώναμε! Μπροστά στην Αχαρνών έμοιαζε σαν στενοσόκακο και έτσι είναι αλλά μόνο στο πλάτος, γιατί από ιστορία και σημασία από πού να αρχίσεις και που να τελειώσεις….. Εντάξει, δεν θα αρχίσω!
Το τελευταίο που θέλω να μνημονεύσω είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο για μένα, κάτι για το οποίο μετάνιωσα πολλές φορές αλλά πήρα το μάθημά μου…. Πρώτο βράδυ στην Αθήνα λοιπόν, δεύτερο στην Ελλάδα γιατί την προηγουμένη διανυκτερεύσαμε στη Θεσσαλονίκη, κατάκοποι από το ταξίδι με το πούλμαν μέσω Φαρσάλων τότε(!), ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί η Εθνική Οδός, επίσκεψη σουρπρίζ σε οικογενειακούς φίλους που δεν μας περίμεναν. Να ανοίξω μια παρένθεση εδώ: Ήδη είχε ξημερώσει 30 Αυγούστου του Αγίου Αλεξάνδρου, γιορτή του πατέρα μου! Θυμάμαι κέρναγε μέσα στο πούλμαν γλυκά αγορασμένα από την Θεσσαλονίκη!
Φτάσαμε λοιπόν στην Αγίου Μελετίου που έμεναν οι φίλοι…. αγκαλιές, φιλιά, «α, ρε ντεγιούζη (πεζεβέγγη) μας την έκανες , κ.λ.π. Κάποια στιγμή οι μεγάλοι με τους μεγάλους, εγώ με τον Τάκη να μάθω τις πρώτες του εντυπώσεις από την καινούργια ζωή (είχαν προηγηθεί κατά έξι μήνες από ‘μας)…. Πως είναι τα σχολεία εδώ, τι μαθήματα κάνετε, έκανες νέους φίλους, τέτοια πράγματα. Δεν θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα και αναφερθήκαμε στο πόσιμο νερό. Στην Πόλη για να πιεις έστω και ένα ποτήρι νερό το πλήρωνες. Από τότε είχαν εμφιαλωμένο στα μαγαζιά αλλά και οπουδήποτε αλλού, ακόμη και το χύμα το πλήρωνες ξεχωριστά. Γυρνάει και μου λέει «Εδώ είναι δωρεάν» (πρώτη έκπληξη!) «μπαίνεις σε ένα ζαχαροπλαστείο, σε μια Εβγα» (τι ήταν η Εβγα;!) «πίνεις όσο θέλεις και φεύγεις» (δεύτερη έκπληξη) «ούτε ευχαριστώ ούτε παρακαλώ, τίποτα, τρόπος του λέγειν» (τρίτη έκπληξη και γιατί δεν στάθηκα γαμώτο στον ‘τρόπο του λέγειν’ και το πήρα ‘τοις μετρητοίς’ ;;;;;)
Τέλος πάντων ήρθε η ώρα να φύγουμε για το ξενοδοχείο να ισιώσουμε τα κόκαλά μας, ακριβώς στη στάση του λεωφορείου (δε θα το ρίχναμε στις σπατάλες από την πρώτη μέρα με τα ταξί, άλλωστε δεν ξέραμε ακόμη τι μας ξημέρωνε, έπρεπε να κάνουμε οικονομίες!) ένα διανυκτερεύων γαλακτοπωλείο! Ο διάολος με έσπρωξε να κάνω πράξη τα νέα στοιχεία για το πως πίνουνε νερό στην Αθήνα! Μπαίνω μέσα με αέρα (που τον βρήκα;)
– Ένα ποτήρι νερό!
Ούτε παρακαλώ, ούτε μπορείτε να μου δώσετε…. Τίποτα… ένα ξερό πρόσταγμα…. Με κοιτάζει ο καταστηματάρχης, ένας μάλλον ηλικιωμένος ανθρωπάκος που έσερνε τα πόδια του από την κούραση και τον κάματο της ημέρας, κάπως περίεργα αλλά δε λέει κουβέντα. Ακουμπάει το ποτήρι στον πάγκο, (ώστε πράγματι τσάμπα ήταν!) Το αδειάζω μονορούφι αν και δεν διψούσα, είπαμε ήθελα απλώς να διαπιστώσω αν αυτά που έμαθα ήταν έτσι ακριβώς όπως μου τα είχε πει ο Τάκης, κάνω στροφή και βγαίνω…. ούτε ευχαριστώ… ούτε καληνύχτα… τίποτα! Ο άνθρωπος ξανά-μανά δεν είπε κουβέντα. Πρόλαβα όμως και διάβασα στο βλέμμα του την αποδοκιμασία και την απαξίωση! 49 χρόνια και 364μέρες πέρασαν από τότε, το βλέμμα του έχει μείνει καρφωμένο επάνω μου… Δε θυμάμαι να έχω ξανανιώσει από τότε τόση ντροπή μαζεμένη…. Παρόλ’ αυτά δεν βρήκα το κουράγιο να ζητήσω συγνώμη ούτε και τότε που κατάλαβα τι σημαίνει ‘τρόπος του λέγειν’. Εξαφανίστηκα στο σκοτάδι, άλλωστε πλησίαζε και το λεωφορείο, αλλά από τότε έβαλα στο μυαλό μου να δίνω σημασία στις λεπτομέρειες και στις εκφράσεις που δεν ήμουν τόσο εξοικειωμένος… όπως το ‘τρόπος του λέγειν’….
Όχι οι αναμνήσεις μου από ‘κείνο τον ξεσηκωμό δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Αυτά που εξομολογήθηκα όμως σήμερα νομίζω ότι μου αρκούν για να θεωρώ ότι τίμησα την μνήμη όσων έχασα και ανέφερα πιο πάνω. Έτσι κάτι σαν άτυπο μνημόσυνο.