Ο Ερρίκος Ρεκάρης, πολιτικός μηχανικός, όλα αυτά τα χρόνια που τον ξέρω, έχω προσέξει ότι μιλά συχνά με εικόνες.
Τώρα που είναι η ώρα να μιλήσει για τη γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του αλλά και όλης της οικογενείας του -εκείνη που έφερε στον κόσμο την αγαπημένη του σύντροφο Μυρσίνη- είναι ιδιαίτερα εκφραστικός και γενναιόδωρος.
>> Διαβάστε Ακόμα: Μάθετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε την περιουσία σας στην Kωνσταντινουπόλη
Σήμερα, μ” εμπιστεύεται με εικόνες πραγματικές που έζησαν άνθρωποι δεμένοι άρρηκτα με τη ζωή του.
H Σταβιανή Ροντήρη με παιδιά και το δισέγγονό της
«Ήταν Παρασκευή, 22 Σεπτέμβρη 1922. Ένα καράβι που πλέει στα νερά του Αιγαίου είναι γεμάτο πρόσφυγες. Ανάμεσά τους, έγκυοι, άλλες νέες μητέρες με παιδιά, νέοι και γέροι, πεινασμένοι, άρρωστοι και ανάμεσά τους τραυματίες, άφησαν πίσω τους τις ακτές της Μικράς Ασίας και την Σμύρνη, την πιο κοσμοπολίτικη πόλη του 20ού αιώνα, σωριασμένη σε φρικτά ερείπια.
Με τις φλόγες να φτάνουν ώς τον ουρανό,πυρπολημένη, λεηλατημένη, παντελώς αγνώριστη.
Εκατοντάδες σε ουρές στα παράλια της Σμύρνης, μάταια περίμεναν να έλθουν κι άλλα καράβια να τους πάρουν, να τους σώσουν. Ελπίζοντας να τους μεταφέρουν στα κοντινά ελληνικά νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ανάμεσά στους περίτρομους πρόσφυγες του καραβιού και μια έγκυος μητέρα που ο άντρας της είχε χαθεί εδώ και βδομάδες. Τυχερή να βρει θέση και να στριμωχθεί ανάμεσα σ” αυτό το φοβισμένο πλήθος μαζί με τη δεκάχρονη κόρη της. Εκεί μέσα στο προσφυγικό καράβι η Σταβιανή Ροντήρη, έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί της, ένα αξιολάτρευτο πλασματάκι, που αργότερα του έδωσε το όνομα Αναστασία.
Τι όμορφο όνομα, γεμάτο φως και ελπίδα, αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνθήκες που ήλθε σ” αυτόν τον κόσμο, πριν 92 χρόνια», θα πει ο Ερρίκος Ρεκάρης, αναφερόμενος στη γυναίκα που έφυγε πριν ένα χρόνο αφού εμπλούτισε τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αυστραλία.
ΜΙΑ ΥΠΑΡΞΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
«Εκείνο που μου έκανε πάντα εντύπωση ήταν η ψυχική της καλλιέργεια, ο τρόπος που είχε να αγκαλιάζει τους ανθρώπους και να συντρέχει σ” όσους είχαν ανάγκη, ανθρώπους που δεν ήξερε, με τόση αγάπη αλλά και διακριτικότητα μαζί» θα πει ο άνθρωπος που έζησε δεκαετίες πολύ κοντά στον κόσμο της μητέρας της αγαπημένης του Μυρσίνης.
«Ήταν πραγματικά ατρόμητη. Θα έλεγε κανείς ότι το γεγονός ότι γεννήθηκε, σ” απόσταση αναπνοής από την καταστροφή, πήρε την πρώτη της ανάσα σε προσφυγικό καράβι, την εξόπλισε με μια τόλμη και γενναιότητα που είναι δύσκολο να βρει κανείς σε μια γυναίκα, τόσο λεπτή και διακριτική συγχρόνως».
Η Αναστασία ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων στη γερμανική κατοχή. Το σπίτι της ήταν δίπλα στις φυλακές και γράφτηκε στον Ερυθρό Σταυρό, να υπηρετήσει ως νοσοκόμα. Καθημερινά επισκεπτόταν τους φυλακισμένους, περιποιόταν τις πληγές τους, τους έφερνε φαγητό, νερό, τσιγάρα και αναλάμβανε να ταχυδρομήσει τα γράμματά τους στους αγαπημένους τους. Εκεί γνώρισε έναν νέο έγκλειστο τραυματία και περιποιήθηκε τις πληγές του. Ήταν ο Νικόλαος Γεωργίου Λουκάς, που επρόκειτο να γίνει η αγάπη της ζωής της.
Η απόλυτη αφοσίωση που έτρεφε ο ένας για τον άλλον, είχε επέκταση και πέρα από το δεσμό τους, αγγίζοντας τη ζωή όλων εκείνων που τους περιέβαλαν.
Όταν παντρεύτηκαν το 1942, πήγαν στη Σπάρτη να είναι κοντά στην οικογένεια του Νικόλαου.
ΑΛΛΑΞΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ
«Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που μου έλεγαν “η μητέρα σου με την παρουσία της, άλλαξε την πόλη και τους ανθρώπους της» θα πει σήμερα, παίρνοντας το λόγο, η κόρη της Μυρσίνη.
Με ποιο τρόπο; τολμώ να ρωτήσω.
«Πήγε εκεί στη σκληρότερη περίοδο της κατοχής. Βοηθούσε τους ανθρώπους μ” όποιον τρόπο μπορούσε, χωρίς διακρίσεις, με μια ευγένεια που τη χαρακτήριζε και μια διακριτικότητα μοναδική. Με τον τρόπο της έκανε όλα εκείνα που βασάνιζαν τον άνθρωπο, πολύ πιο υποφερτά. Και το άλλο, είχε μια έμφυτη κομψότητα που δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Ούτε εκεί ούτε εδώ που εργάστηκε σκληρά, αλλά πάντα έβρισκε χρόνο για τον άνθρωπο που γνώριζε πώς να του δίνει την ψυχή της, χωρίς να τον κάνει να αισθάνεται υποχρέωση».
«Όταν ήλθε στην Αυστραλία το 1950, ήταν μια από τις λίγες μητέρες με μικρά παιδιά. Θεώρησε ότι ήταν χρέος της να βοηθά όλες τις κοπέλες που έρχονταν νεότερες από κείνη πολλές, από χωριά, που δεν γνώριζαν τη γλώσσα που δεν είχαν οι περισσότερες κανέναν να τους σταθεί. Γι” αυτό και δεν προξενεί εντύπωση σήμερα που πολλές Ελληνίδες της πρώτης γενιάς, λένε ότι έβλεπαν στο πρόσωπο της Αναστασίας την μητέρα ή την αδελφή που άφησαν πίσω τους. Βοηθούσε τους πάντες, χωρίς διάκριση και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η μητέρα είχε πάντα χρόνο για όλους. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μέρα που γύρισε κατάκοπη από τη δουλειά, ανασκουμπώθηκε για να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό και μια γειτόνισσα χτύπησε την πόρτα και τρομοκρατημένη, της ζήτησε να τρέξει γιατί το παιδί της ήταν άρρωστο. Θυμάμαι, το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πάντα με χαμόγελο και αφαιρώντας, με τον τρόπο της, κάθε σκέψη από τον άλλον να της ανταποδώσει το καλό. Αυτή ήταν η μητέρα μου».
Η ώρα περνά και οι σιωπές των δύο -του Ερρίκου και της Μυρσίνης- συμπληρώνουν τα κενά που δημιουργεί πάντα η απουσία ανθρώπων που ήταν μεγαλύτεροι από αυτήν την ίδια τη ζωή. Που πρόσφεραν αθόρυβα και με την παρουσία τους σ” αυτήν τη γη, είπαν και έκαναν πολύ περισσότερα από ό,τι μπορεί το στόμα να πει και ο νους να χωρέσει.